Τρίτη 22 Απριλίου 2008

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Σ'ΑΓΑΠΑΩ.... Μ'ΑΚΟΥΣ
Ι.
Θα πενθώ πάντα - μ’ακούς;
- για σένα μόνος, στον Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τις χαρακιές της παλάμης,
η Μοίρα, σαν κλειδούχος.
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια μιλημένα τα σώματα
και οι βάρκες που έκρουζαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω απο τα νερά
Τα “πίστεψέ με” και τα “μή”
Μιά στον αέρα μιά στη μουσική
Τα δυό μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τις ξερολιθιές, πίσω άπ’τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στό χέρι σου
Κι έτρεμες τρείς φορές το μώβ
τρείς μέρες πάνω από τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο με τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γιά τό μικρό τό πόδι σου
μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα
καί κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τα κύματα πως χαιδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το “τι” καί τό “έ”
Τριγύρω στο λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά πάντα εσύ τ’αστεράκι
και πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
το βρεγμένο μουράγιο
και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, και το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα
και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα
και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Που πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, τό ταβάνι, τό πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο
Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σενα και για μενα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα καί το μυτερό,
μ’ακούς μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμ’εγώ, μ’ακούς... Σ’αγαπώ, μ’ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις, πού πας και ποιός, μ’ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’τους κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θά’ρθει μέρα, μ’ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, ν’ακούς, των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα-ένα, μ’ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες των αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά
και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω, μ’ακους
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ακούς
Τό λουλούδι αυτό της καταιγίδας καί μ’ακούς της αγάπης
μιά για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ακούς
Σ’άλλη γη, σ’άλλο αστέρι, μ’ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δέν υπάρχει ο αέρας,
πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ακούς
Καί κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε
σ’άλλους καιρούς από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ’ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ακούς
Μες στη μέση τής θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ακούς
Μέ σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Aκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει-ακούς;
ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει-ακους;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω, μ’ακούς
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τι να’ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στο μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου νά’ρθω
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης
όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω, πιό κεί, προσεχτικά
σ’όλα το γύρο του γιαλού του προσώπου,
τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου βυθού,
μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί το αυγό της Ανάστασης
Σάν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι
τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δεί και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Γιά σένα, ούτε η γερόντισσα μ’όλα της τά βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονών
Τό στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τή θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δει πολλά και η γη
μες απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών
και οι στέγες μες στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες
όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης
πάνω από τα βουνά της θάλασσας
Έτσι σ’έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί
Και να παίζει μέ τ’άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πρίν από τήν αγάπη και μαζί για τη ρολογιά και το γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος και ας είναι ο ήλιος που κρατείς
ένα παιδίνεογέννητο
Μόνος, και ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο βότσαλο
στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω
στούς καιρούς τόν Παράδεισο!
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον παράδεισο…
Οδυσσέας Ελύτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.

Lunapiena