Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Νικηφόρος Βρεττάκος: Γράμμα στον άνθρωπο της Πατρίδας μου



Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου

...Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!

Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς

πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!

Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο,

σ η μ ε ί ω σ ε

τὰ φαράγγια ποὺ πέρασα.

Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα.

Καὶ τὰ ἄστρα ποὺ εἶδα.

Πές τους ἀπὸ μένα,

πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,

ὅτι ἐ π ι μ έ ν ω ἀκόμη...

πὼς ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος!

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ: "Ο Καφές και η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ"


ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ: "Ο Καφές και η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ"

(απόσπασμα, εκδ. θεμέλιο, σελ. 182):

"Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας.

το ένα είναι το δέντρο του καφέ

και το άλλο η Δημοκρατία.

Και τα δύο μας έρχονται από το εξωτερικό.

 Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε

με κανένα τρόπο το δέντρο του καφέ.

Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το χώμα,

δεν είναι κατάλληλα

για την ανάπτυξη του δέντρου αυτού.

Όσο για τη Δ η μ ο κ ρ α τ ί α…

Η αλήθεια είναι πως ό,τι περνούσε από το χέρι μας,

δεν παραλείψαμε να το κάνουμε,

για την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της.

Αν κοιτάξετε την ιστορία μας,

πριν από εκατό χρόνια πάνω κάτω

ρίχτηκε στη χώρα μας

ο σπόρος της Δημοκρατίας.

Είναι εκατό χρόνια που όλο λέμε:

“Αμάν η Δημοκρατία μας μπουμπούκιασε!…”

“Η νεαρή Δημοκρατία μας!…”

“Αμάν η νεαρή Δημοκρατία μας!…”

Να είναι δοξασμένος αυτός που τη μεγάλωσε,

μόλις καταφέραμε τόσα χρόνια να φέρουμε

σ’ αυτό το ανάστημα τη Δημοκρατία,

έγινε ένα φιντάνι η Δημοκρατία.

Αν ξοδεύαμε αυτό τον κόπο των εκατό χρόνων

που αφιερώσαμε στη Δημοκρατία,

για την ανάπτυξη του καφέ,

σήμερα η χώρα μας θα γινόταν δάσος από καφέ,

που δεν τ’ άγγιξε ο μπαλτάς του ξυλοκόπου.

Στο παρελθόν κρίθηκε απαραίτητο,

δεν το είχαμε καταλάβει.

αντί να φυτέψουμε σπόρο καφέ,

 φυτέψαμε το σπόρο της Δημοκρατίας.

 “Δόξα τω Θεώ”,

αν και δεν έχουμε καμιά στενοχώρια

απ’ τη μεριά της Δημοκρατίας,

εμείς ξέρουμε το τι τραβάμε

από την έλλειψη του καφέ.

Καφές είναι αυτός!… Δε μοιάζει σε τίποτε.

Έτσι είναι η Δημοκρατία;

Και να είναι και να μην είναι το ίδιο κάνει…

Αν δεν υπάρχει καφές,

του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει,

αν δεν υπάρχει Δημοκρατία,

του ανθρώπου το κεφάλι δεν γυρίζει.

Ο καφές μοσκοβολάει,

η Δημοκρατία ούτε καν έχει μυρουδιά.

Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις.

Η Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται.

Σε τι χρειάζεται αυτή η Δημοκρατία,

μπορείτε να μου πείτε;

Στη χώρα μας έρχεται από το εξωτερικό

μπόλικη μπόλικη Δημοκρατία,

αλλά καφές δεν έρχεται.

Τον καφέ τον πουλάνε, τη Δημοκρατία τη δίνουν.

Ο καφές είναι με λεφτά, η Δημοκρατία τζάμπα

Για τον καφέ χρειάζεται συνάλλαγμα,

για τη Δημοκρατία.. τίποτα δεν χρειάζεται.

Για κοιτάξτε το τι τραβάμε απ’ τον καφέ.

Σάμπως δεν έχουμε συνηθίσει στον καλό καφέ;

Αμέσως καταλαβαίνουμε

τον καλό καφέ απ’ τον άσκημο,

το μπαγιάτικο απ ‘το φρέσκο,

το νοθεμένο απ ‘το σκέτο.

Ζωή να ‘χουνε, μερικοί πατριώτες

μας έκαναν ψεύτικο καφέ.

Στην αρχή βγήκε ο κριθαρένιος καφές,

δεν έπιασε.

Ύστερα βγήκε καφές από φασόλια,

 δεν το κατάπιαμε.

Εμείς σαν έθνος είμαστε θεριακλήδες του καφέ.

αν και καταπίνουμε όλες τις απομιμήσεις,

του καφέ την απομίμηση.. δεν την καταπίνουμε.

Ω, Ύψιστε! Να γινόταν... τόσο δα

απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε απ’ αυτόν τον καφέ,

να καταλαβαίναμε... και από Δημοκρατία.

ΜΠΟΛΙΒΑΡ, Ενα Ελληνικό Ποίημα

ΜΠΟΛΙΒΑΡ, Ενα Ελληνικό Ποίημα

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου,
 η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε
με το λίκνισμα των καραβιών
 και γράφουνε
στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,

Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια
που σωριαστήκανε στο
πιο στενό,
πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά,
κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο
μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α...

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία,
που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου
όλο συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.
Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα,
αφήνοντας τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω,
σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι
που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν
για τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες,
κι οι δυο τους, μονάχοι πάντα,
κι  ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι,
μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε,
δε μπόρεσε να καταλάβη τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε
κι αυτά που λέω τώρα για τον Μπολιβάρ,
που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν
τόσο γλήγορα αντιληπτές μορφές της σημασίας
τ'Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια Σ ύ μ β ο λ α.

Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού,
όχι συγκινήσεις, κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη
μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό,
σε χρόνια, λίγα, πολλά,
ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης
να κυλάη άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή,
στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια,
τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα,
τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε
κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό
που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα,
θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)
Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο,
είσουνα ένα λουλούδι
μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών
μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα,
κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά,
τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο,
με τα στήθια ξέσκεπα,
με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή,
στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν
με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο,
για να φαντάζης σα ρημοκκλήσι
σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε
τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξ α ν α ζ ή ς, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές
 σαν πέφτει  η μέρα,
κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου
τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι,
και μακρυά το φως π’ ανάβει, σβύνει,
ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ―
ύστερα από μια νύχτα δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
κ'έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια,
 με τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες!
Αυτός ο  Μ π ο λ ι β ά ρ!

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική
μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά,
 το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα,
της Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου
πάνω στην πέτρα,
νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι
να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω
 ― έτσι είτανε,
λεν, ο Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει,
λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς.
Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος,
που φωτίζει την Αμερική,
και τη Βόρεια και τη Νότια,
και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος
πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά,
 τρέχουν τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται
οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού
και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι  ω ρ α ί ο ς  σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό
φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες,
 μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά,
ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Μπογιάκα, Αγιακούτσο.
Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη,
την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι,
ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα
προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία,
ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους.
Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι:
έργο και δόξα του Χορμοβίτη, του ξακουστού,
του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φ ω τ ι ά: Μπολιβάρ!
Κάθε κουμπαράς,
π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο
για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,

Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν
μέσα στον κορνιαχτό και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά,
το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους,
του δίκιου δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

Όμως, πόσοι και πόσοι
δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν
να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος,
 ένα σκουλήκι, ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος
σαν πύργος στέκουσαν, όρθιος,
στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες,
 και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν,
που δεν τους τρόμαξε της μάχης
το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα
εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)
Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι
ο Μπολιβάρ δεν εφοβήθηκε,
δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά,
ούτε στης προδοσίας, της αναπόφευκτης,
τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν,
με μιαν ακρίβεια αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα,
το δευτερόλεφτο ακόμη:τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως
το πνεύμα το υπέροχο μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε
και του ελεεινού Φιλιππουπολίτη
τις απαίσιες πλεχτάνες!)
Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ!
που σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε,
μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής
και του Μορέως.

ΧΟΡΟΣ
στροφή
(entrée des guitares)
Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη
φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.
αντιστροφή
(the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας
στης θαλάσσης τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad

επωδός
(χορός ελευθεροτεκτόνων)
Φύγετε μακρυά μας αρές,
μη ζυγώσετε πια,
corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια,
απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι
και ηφαίστεια και φώκιες,
corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά,
κι ολόλευκα δόντια,
corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση,
με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα,
στων προγόνων τη δόξα,
corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο
της καινούργιας γενιάς,
corazón.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.

ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ
(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane).

Στρατηγέ,
Τι ζητούσες στη Λάρισα
Συ
Ένας
Υδραίος;

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

"Ἀπό τί π ά σ χ ο υ μ ε κυρίως; Θά σᾶς τό πῶ ἀμέσως:

ἀπό μιά μ ό ν ι μ ο, πλήρη, καί κακοήθη ἀ σ υ μ φ ω ν ί α

μεταξύ τοῦ πνεύματος τῆς ἑκάστοτε ἡγεσίας μας

καί τοῦ «ἤθους» πού χαρακτηρίζει τόν βαθύτερο

ψυχικό πολιτισμό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στό σύνολο του!


Αὐτή ἡ  α σ υ μ φ ω ν ί α  δέν εἶναι

μιά συγκεκριμένη κακοδαιμονία,

εἶναι, ὃμως, μιά α ἰ τ ί α

πού ἐξηγεῖ ὃλες τίς κακοδαιμονίες,

μικρές καί μεγάλες, τοῦ τόπου αὐτοῦ.

Ἀπό τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ Ἑλλάδα κράτος ἕως σήμερα,

οἱ πολιτικές πράξεις, θά ἔλεγε κανένας, ὅτι σχεδιάζονται

καί ἐκτελοῦνται ἐ ρ ή μ η ν τῶν ἀ ν τ ι λ ή ψ ε ω ν γιά τή ζωή,

καί γενικότερα τῶν ἰ δ α ν ι κ ῶ ν πού εἶχε διαμορφώσει

ὁ Ἑ λ λ η ν ι σ μ ό ς μέσα στήν ὑγιή κοινοτική του ὀργάνωση

καί στήν παράδοση τῶν μεγάλων ἀγώνων

γιά τήν άνεξαρτησία του.

Ἡ φωνή τοῦ Μακρυγιάννη δέν ἔχει χάσει,

οὔτε σήμερα ἀκόμη, τήν ἐπικαιρότητά της......"


"...δέν ἔχω ἀντίρρηση νά τό ξαναπῶ φανερά,

καί πιό ἔντονα:

ἕνας ἀπό τούς κυριότερους παράγοντες

τῶν «παρεκκλίσεων» τῆς ἡγεσίας

ἀπό τό ἦθος τοῦ λαοῦ μας, εἶναι ἡ ἐκ τοῦ ἀφανοῦς

καί ἐκ τῶν ἔξω «προστατευτική» κατεύθυνση.
Ἀποτέλεσμα καί αὐτό τῆς ἀπώλειας

τοῦ ἕρματος, τῆς «παράδοσης».

Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι στήν ἐποχή μας

ἡ ἀλληλεξάρτηση τῶν ἐθνοτήτων εἶναι τόση,

πού ἡ πολιτική δέν μπορεῖ ν᾿ ἀγνοήσει,

ὥς ἕναν βαθμό, αὐτό πού θά λέγαμε

«γενικότερη σκοπιμότητα».

 Ὅμως, ὑπάρχει τεράστια διαφορά

ἀνάμεσα στήν «προσαρμοστική πολιτική»

 καί στή δουλοπρέπεια!

Αὐτό εἶναι τό πιό εὐαίσθητο σημεῖο

τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, «τό  τ ι μ ι ώ τ α τ ό ν του»!

Καί αὐτό τοῦ καταπατοῦν συνεχῶς,

κατά τόν ἐξοργιστικότερο τρόπο,

οἱ ἐκπρόσωποί του στήν ἐπίσημη διεθνῆ σκηνή!..."

^
Συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη

στον Ρένο Αποστολίδη, η οποία δημοσιεύτηκε

στην εφημερίδα Ελευθερία στις 15/6/1958:

^