Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Φρίντριχ Ένγκελς



Σαν σήμερα.. 28 Νοέμβρη του 1820 
στη Βάδη της τότε Πρωσίας, 
γεννήθηκε ο Φρίντριχ Ένγκελς, 
Γερμανός οικονομολόγος και φιλόσοφος, 
συνεργάτης του Καρλ Μαρξ. 

Στην εισαγωγή του έργου του έγραφε: 
"Οι αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι 
από την φύση τους και ο Αριστοτέλης,
είχε ήδη διερευνήσει τις πιο ουσιώδεις 
μορφές του Διαλεκτικού Στοχασμού"

1844: "ο Ένγκελς γράφει 
στα «Γαλλογερμανικά Χρονικά» 
που διεύθυνε ο Μαρξ, την μπροσούρα 
«Κριτική μελέτη πάνω στη πολιτική οικονομία» 
την οποία ο Μαρξ χαρακτηρίζει 
ως μια αριστοτεχνική σκιαγράφηση 
μιας νέας Πολιτικής Οικονομίας. 

Στη συνέχεια ο Ένγκελς 
πηγαίνοντας προς την Γερμανία, 
συναντάει τον Μάρξ στο Παρίσι. 
Από εκεί και πέρα 
άρχισε η κ ο ι ν ή τους πορεία. 

Γράφουν μαζί την «Αγιά Οικογένεια» 
στρεφόμενοι ενάντια στους Νεοχεγκελιανούς 
και θέτοντας έτσι τα  θ ε μ έ λ ι α 
του Διαλεκτικού Υλισμού.

"Χρωστάμε" είπε "στον Καρλ Μαρξ.... 
Δύο μεγάλες ανακαλύψεις... 
-την Υλιστική Αντίληψη της Ιστορίας... και 
-το ξεσκέπασμα του μ υ σ τ ι κ ο ύ 
της καπιταλιστικής παραγωγής
μέσω της Υ π ε ρ α ξ ί α ς. 
Με τις ανακαλύψεις αυτές 
ο Σοσιαλισμός έγινε επιστήμη, 
την οποία τώρα θα πρέπει 
να την επεξεργαστούμε παραπέρα 
σ'όλες τις λεπτομέρειες και τις αλληλουχίες της."

Ο Ένγκελς πάντα υποστήριζε πως... 
"Ένα γραμμάριο δράσης α ξ ί ζ ε ι 
ένα τόνο θεωρίας.."

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Κωστής Παλαμάς: Γύριζε



Γ ύ ρ ι ζ ε, μη σταθείς ποτέ... ρίξε μας πέτρα μαύρη...
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ... το προσκυνά η πλεμπάγια
η  Α λ ή θ ε ι α  τόπο να σταθή.. για μια στιγμή δε θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Η  Π ο λ ι τ ε ί α  λωλάθηκε.. κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη
κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι στη λάσπη. 
Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.
Από θαμπούς δερβίσηδες... και στέρφους μαναταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους.. η Π ο λ ι τ ε ί α  πατιέται.
Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο  ρ ω μ ι ό ς  και δασκαλοκρατιέται.
Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς... μηδέ  λ ε β έ ν τ ε ς  η Όσσα
ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν.. τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα.. και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες.. και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι... και χαύνοι λεβαντίνοι
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί... και ψωριασμένοι οι σκύλοι
και οι χαροκόποι αδιάντροποι... και πόρνη η ρωμιοσύνη!

Κωστής Παλαμάς
 μετά την πτώχευση επί Τρικούπη, 105 χρόνια πριν.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ: Η Μεγάλη Ληστεία του Αιώνα


Η ιστορία άρχισε κάπως έτσι: 
Σημειώθηκαν τα πρώτα κρούσματα σποραδικά, 
σαν ασύνδετα μεταξύ τους. 
Σκάνδαλα καταχρήσεων, παραχαράξεις
διαρρήξεις σε δημόσια και ιδιωτικά χρηματοκιβώτια.
Έτσι, πέρασε απαρατήρητη 
η μεγάλη  λ η σ τ ε ί α  του αιώνα
Όταν παραβιάστηκε 
το Αρχαιοφυλάκιο με τους Αρχετύπους.


… «Ου μη γρηγορήσεις, ήξω επί σε ως κλέπτης.»…


Πολύ αργότερα, μπόρεσε να φανεί 
το μέγεθος της καταστροφής,
 όταν αρχίνησαν να κυκλοφορούν
τα πρώτα κακέκτυπα αντίγραφα. 
Όταν με το σύστημα 
των διεθνών συμβάσεων και των τραστ
δ ι α δ ό θ η κ ε... σ’ όλον τον κόσμο, 
η βιομηχανία των  α π ο μ ι μ ή σ ε ω ν. 
Η παραχάραξη, η κιβδηλεία, η νοθεία
η γενική  ε μ π ο ρ ί α  των πάντων. 
Αυτό έδωσε στην αρχή, 
μια τεράστιαν ώ θ η σ η... στις συναλλαγές. 
Μιαν ευχάριστη ψευδαίσθηση
ευημερίας στη διεθνή αγορά.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, 
τα Χρηματιστήρια οι χαρτοπαικτικές λέσχες, 
τα σφαιριστήρια τα καζίνα, τα τεϊοποτεία 
λειτουργούσαν με πυρετό.
 Οι πλάστιγγες του χρυσού
ανεβοκατέβαιναν στον ίδιο τρελό ρυθμό
με τις κυλιόμενες των σουπερμάρκετ.
Η κίνηση του πλήθους να σφύζει παντού
Ω σ ό τ ο υ... το έλλειμμα στο ισοζύγιο 
ΧΡΥΣΟΣ-ΑΝΤΙΧΡΥΣΟΣ
αχρήστεψε το μέτρο σύγκρισης των αξιών
Το μέτρο... της ανθρώπινης  σ υ ν α λ λ α γ ή ς.

Ωσότου∙ κάτω από το βάρος 
της παγκόσμιας  ε ν ο χ ή ς
ακούστηκεν ο απαίσιος τριγμός 
στον άξονα  του πλανήτη.

«Πόλις δε ηγέρθη εναντίον πόλεως
και αδελφός εναντίον αδελφού»…

Μ  ε  λ  ι  σ  σ  ά  ν  θ  η  (1910-1990)

Από τη συλλογή Τα Νέα ποιήματα/1974-1984 
[στο] Οδοιπορικό:
Ποιήματα 1930-1984, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη

ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ - ΧΑΤΖΗΣ: ΡΕΣΙΤΑΛ - Κατράκειο Θέατρο


Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ: ΛΟΓΟΣ.. και Σιγή



Aζά καν ελκαλάμ μιν φάντα, ασσουκούτ μιν ζαχάμπ.
                                     Aραβική Παροιμία


«Είναι χρυσός η σ ι ω π ή και άργυρος ο λ ό γ ο ς.»

Τίς βέβηλος προέφερε.. τοιαύτην βλασφημίαν;
τίς χαυνωθείς Aσιανός παραιτηθείς εις μοίραν
τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός; 
Ποίος οικτρός παράφρων
ξένος τη ανθρωπότητι... την αρετήν υβρίζων,
χ ί μ α ι ρ α ν είπε την ψυχήν... και άργυρον τον λόγον;
Το μόνον μας θεοπρεπές δώρημα, περιέχον
τα πάντα — ενθουσιασμόν, λύπην, χαράν, αγάπην·
εν τη ζωώδει φύσει μας... α ν θ ρ ώ π ι ν ο ν το μόνον!

Συ όστις τον αποκαλείς άργυρον, δεν πιστεύεις
το μέλλον, λ ύ ο ν την σιγήν, μυστηριώδες ρήμα.
Συ εν σ ο φ ί α δεν τρυφείς... π ρ ό ο δ ο ς δεν σε θέλγει·
με την αμάθειαν — χρυσήν σιγήν — ευχαριστείσαι.
Νοσείς. Είν’ η α ν α ί σ θ η τ ο ς σιγή.. βαρεία νόσος,
ενώ ο Λ ό γ ο ς ο θερμός, ο συμπαθής... υ γ ε ί α.

Σκιά και νυξ είν’ η Σιγή· ο Λ ό γ ο ς, η ημέρα.
Ο Λ ό γ ο ς... είν’ αλήθεια, ζωή, αθανασία.

Λ α λ ή σ ω μ ε ν, λαλήσωμεν — σ ι γ ή δεν μας αρμόζει
αφού εις το  ο μ ο ί ω μ α... επλάσθημεν του Λόγου.
Λαλήσωμεν, λ α λ ή σ ω μ ε ν — αφού λαλεί εντός μας
η θεία σκέψις, της ψυχής... ά υ λ ο ς ομιλία.

(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Μάνος Χατζιδάκις: Το χαμόγελο της Τζοκόντας


Τ. Μαρκετάκη - "Η Τιμή της Αγάπης" - 1984


Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ: Ἔρημος σὰν τὴ βροχή



Δ ι α β α ί ν ω ἀγιάτρευτος... μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος.. της πρώτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ... διχάζεται ὁ δρόμος
ἡ ἀ λ ή θ ε ι α... φαρδαίνει πάντα τὴν ὁ ρ μ ή.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων
θὰ εἶναι τέφρα.. θὰ εἶναι μία μεγάλη πυρικὴ
τώρα μ α θ α ί ν ω... τὸ αἷμα μου
δίχως τοὺς δροσεροὺς ὑάκινθους
τώρα σὲ β λ έ π ω.... δρόμε τοῦ καλoῦ.. σὰν εἰδοποίηση
μὲ κρίνους
ἔ χ ο ν τ α ς.... τὸ σακούλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαίνω
π η γ α ί ν ω...
στὶς
π η γ έ ς.


Κ. Π. Καβάφης: Βροχή

…………………………..
έχει λιγνά δυο δένδρα
μικρό ένα περιβόλι·
και κάμνει εκεί της εξοχής
μια π α ρ ω δ ί α... το νερό —
μπαίνοντας σε κλωνάρια
οπού δεν έχουν μυστικά·
π ο τ ί ζ ο ν τ α ς... τες ρίζες
που έχουν ασθενικό χυμό·
τρέχοντας εις το φύλλωμα
που με κλωστές δεμένο
πεζό και μελαγχολικό
κ ρ ε μ ν ά... στα παραθύρια·
και πλένοντας καχεκτικά
φυτά που μες σε γλάστρες
τα ’στησ’ αράδα-αράδα
μια φρόνιμη νοικοκυρά.

Β ρ ο χ ή.... που τα μικρά παιδιά
κοιτάζουνε χαρούμενα
μέσ’ από κάμαρη ζεστή,
κι όσο π λ η θ α ί ν ε ι... το νερό
και πέφτει πιο μεγάλα,
χτυπούν τα χέρια και πηδούν.
Β ρ ο χ ή, που ακούν οι γέροι
με σκυθρωπήν υπομονή,
με βαρεμό κι ανία·
γιατί εκείνοι από ένστικτον
δεν αγαπούνε διόλου
βρεμμένο χώμα και  σ κ ι έ ς.

Β ρ ο χ ή, βροχή — εξακολουθεί
πάντα ρ α γ δ α ί α.. να βρέχει.
Μα τώρα πια δεν βλέπω.
Θόλωσ’ απ’ τα πολλά νερά
του παραθύρου το υαλί.
Στην επιφάνειά του
τρέχουν, γλιστρούν, κι απλώνονται
κι ανεβοκατεβαίνουν
ρανίδες σκορπισμένες
και κάθε μια λεκιάζει
και κάθε μια θαμπώνει.
Και μόλις πλέον φ α ί ν ε τ α ι
θολά-θολά ο δρόμος
και μες σε πάχνη νερουλή
τα σπίτια και τ’ αμάξια.

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα, Ίκαρος 1993)

Κ, ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»


Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»


Νὰ μὴν ἀ κ ο ύ ω....καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ ν ο γ ά ω.... καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μ π ό χ α... τοῦ καιροῦ μου.
Χ ω ρ ὶ ς... αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μ ο υ γ κ ὸ ς.. νὰ πηαίνω, 
ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος.... νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε.. μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι.. ἐγὼ... νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Γ. ΣΟΥΡΗΣ - Βάλετε Φόρους..


Βάλετε φ ό ρ ο υ ς, βάλετε εις την πτωχήν μας ράχη, 
ποτίστε με το αίμα μας... την άρρωστη πατρίδα 
σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι 
κι εμείς,, να σας κοιτάζουμε με μάτι σαν γαρίδα 
Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει 
βάλετε φόρους, βάλετε... η πλάτη μας αντέχει.

Ο,τι καλό κι αν έχουμε... επάνω σας ας μείνει 
στα πρόσωπά μας ας χυθεί... του μαρασμού το χρώμα
μ' εμάς το ισοζύγιο.. του έθνους μας ας γίνει
φορολογήστε... και αυτή τη σάρκα μας ακόμα
του σώματός μας κόβετε.. καμιά παχιά λωρίδα
και τρώγετέ την λ α ί μ α ρ γ α... μαζί με την πατρίδα.

Ο,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί... το έθνος ας τα τρώγει
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί... το έθνος ας τα πίνει
χορταίνετε σαν Λούκουλοι... μ' εμάς το σκυλολόγι
κι εμείς θα σας γνωρίζουμε.. γι' αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες που 'μαστε... α ν τ έ χ ο υ μ ε.. εις όλα
και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα.

Πρέπει να είναι οι πολλοί.... πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε.. να βρίσκονται χορτάτοι
Πρέπει να στέκουν οι πολλοί.. στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν.. επάνω στο παλάτι
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς.. να δέχεται τα βάρη
κι ο λιγοστός επάνω του.. κανένα να μην πάρει.

Μ' αυτόν τον νόμον έζησε.. ο κόσμος και θα ζήσει
τη δύναμή του προσκυνά.. η κάθε κοινωνία
Δεν ημπορεί καθένας μας.. βεβαίως να πλουτίσει
γιατί του κόσμου έπειτα.. χαλά η αρμονία
Φτώχεια και πλούτος - ζήτημα του καθενός αιώνος:
Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος

Λοιπόν κανένας πρόστυχος.. κεφάλι μη σηκώσει
για τόσα νομοσχέδια... μη βγάλει τσιμουδιά
Εις της πατρίδας τον βωμόν.. το αίμα του ας δώσει
χωρίς ν' αφήσει στεναγμόν... η μαύρη του καρδιά
Κι αν τώρα πάλι έπεσεν.. επάνω του ο κλήρος
Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος - μάρτυς - ήρως».

(Γ. Σουρής, 1883)

Γ. Σεφέρης: Θεατρίνοι



Θεατρίνοι, Μ.Α.

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά

και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές

ριγμένα ανάκατα μαζί μ' εμάς
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
πάνω απ' το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα

γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;)
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες
και την καρδιά μας· ένα σφουγγάρι,

στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.

Μέση Ανατολή, Αύγουστος '43

Γ. Σεφερης

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

J. Korczak: Ισχυρίζεστε



Ισχυρίζεστε: Είναι κουραστικό

ν’ασχολείσαι με τα παιδιά.
Έχετε δίκαιο!
και συμπληρώνετε:
... Θα πρέπει να φτάσεις
στο επίπεδό τους
να κατέβεις, να γονατίσεις,
να διπλώσεις στα δύο,
να ξαναγίνεις μικρός.

Εδώ κάνετε το λάθος
Δεν είναι αυτό που μας κουράζει.
...αλλά το γεγονός
που μας αναγκάζουν..
ν’α ν έ β ο υ μ ε... μέχρι το ύ ψ ο ς
των δικών τους σ υ ν α ι σ θ η μ ά τ ω ν,
να τεντωθούμε, να μακρύνουμε
να σταθούμε στις άκρες
των ποδιών μας…

για να μην τα πληγώσουμε.

J. Korczak
Μεταφρ. Lunapiena

Lunapiena: ..κι όλα τα παιδιά μαζί


Γ. Ιακωβίδης, Παιδική Συναυλία


‘Ηλθε κάποτε μια μέρα στο κόσμο,
που ο ήλιος κουράστηκε πιά
τον γαλάζιο ουρανό να φωτίζει, 
και τα σύννεφα δεν έφερναν νερό, 
κόπασε κι ο άνεμος 
κι η νύχτα έκρυψε στο σκοτάδι της 
τ’άστρα και τη Σελήνη.
Το Πράσινο έπαψε πιά
τη Γη..  μ’ελπίδα να στολίζει
κι η Περσεφόνη φυλακισμένη έμεινε..για χρόνια,
στα φωτισμένα με λάμπες και φλόγες ευγενών αερίων
παλάτια του υποχθόνιου αφέντη της στον  Άδη...
κι έγινε κόλαση η ζωή.. 
και ράθυμος ο νους τ’ανθρώπου
κι η φαντασία έσβησε.. 
σταμάτησε η τέχνη να δημιουργεί
κι η ποίηση δεν άνθιζε τα ρόδα της 
στο περιβόλι της ψυχής.

Γέμισε ο ουρανός από σύννεφα 
μαύρου δύσοσμου καπνού.
Στις πόλεις φύτρωναν κτήρια πανύψηλα 
από σίδηρο και μπετόν
κι ο άνθρωπος.. θεός πίστεψε πως είναι, 
καθ’ομοίωση με τον Πατέρα
και κατασκεύαζε ολημερίς, 
χωρίς σταματημό, άψυχες μηχανές
και έστησε εργαστήρια εξερεύνησης τάχατες 
του μυστηρίου της ζωής
και αποθήκευε με αγωνία και λαιμαργία,
 αντί για σπόρους, χρήμα.

Η γη έχασε την αξία της, 
θρηνεί γονατιστή η Δήμητρα γερασμένη,
αγκαλιάζοντας τους τελευταίους 
καμένους κορμούς των δέντρων,
και τα ποτάμια στέρεψαν.. 
κι οι λίμνες θόλωσαν απ’τη λάσπη,
και δεν καθρέφτισαν πιά 
τ’όμορφο πρόσωπο του Νάρκισσου.
Άρχισαν να λιώνουν οι πάγοι.. 
πλημμύρισαν οι ποταμοί,
αφιλόξενες και στείρες έμειναν οι θάλασσες
κι οι ωκεανοί κρατούν 
με κόπο του Ποσειδώνα την οργή.

Οι μούσες εγκατέλειψαν τον Όλυμπο, 
κρύφτηκαν κι οι νύμφες..
δραπέτευσε και η Νεφέλη, 
οδύρεται στις έρημες χαράδρες η Ηχώ,
κι οι άγγελοι θρηνούνε, 
ενώ κακόβουλα σιδερένια πουλιά..
τον θάνατο παντού σκορπούσαν.

Άμυαλοι.. αφέντες-σκλάβοι
της εύκολης δόξας και του πλούτου,
π α ζ α ρ ε ύ ο υ ν.. με ύφος παντογνώστη 
την πολυεθνική πραμάτεια τους…
μια δεκάρα η ηθική.. 
και η αξιοπρέπεια... πωλείται στις εκπτώσεις
γέμισαν οι αγορές του κόσμου.. 
από ξεπεσμένους άφραγκους πρίγκηπες,
που χλευάζουν και λοιδορούν 
χαμένες δόξες..κι εξουσίες.
Είν’ άπιστος και ύπουλος υπηρέτης το χρήμα, 
αλλάζει  α φ έ ν τ ε ς.. συνεχώς.

Μια μάνα γονατιστή  π α λ ε ύ ε ι
να σώσει... το μονάκριβο παιδί της..
να το γαλουχήσει τολμάει 
με παλιά παραμύθια της γιαγιάς,
πιό κει κρυμμένος ένας συγγραφέας.. 
σκυφτός με αγωνία φανερή.. 
να σώσει προσπαθεί το Λόγο, 
κι ένας ζωγράφος με ματωμένα χέρια απ’τη μπογιά,
δακρυσμένος.. παλεύει να σώσει της ζωής την ομορφιά, 
σε μια ακτίνα του ήλιου..

Σ’ένα υπόγειο μαζεύτηκαν καμιά δεκαριά παιδιά..
και ψάχνουν μ’ενα φακό από λείζερ…
για να βρουν του Αλαντίν την λάμπα..
 να κάνουν θέλουν μια  ε υ χ ή..
το φως της αυγής να ξεπροβάλει… 
και το φεγγάρι να φανεί στον ουρανό και πάλι..
λαμπρό και φωτεινό όπως το τραγουδούσανε.. 
τα χρόνια τα παλιά,
στα παραμύθια του παππού, 
χωρίς το φόβο της σκλαβιάς.. τα Ελληνόπουλα.

Μια αραχνιασμένη ακούρδιστη κιθάρα.. 
τραβάει την προσοχή τους,
αρχίζουν να χαιδεύουν τις χορδές της απαλά.. 
με δέος στη ματιά..
κι  έ ν ο ι ω σ α ν... τις νότες της χαράς, 
να τους γεμίζει την καρδιά…
μια ακτίνα.. από απρόσμενο φως 
τρύπωσε κρυφά μες στο σκοτάδι..
κι έλαμψε σαν άστρο.. λαμπερό,
ένας μικρός καθρέφτης στη γωνία
κι όλα τα  π α ι δ ι ά.. μαζί 
ξέχασαν του Αλαντίν τη λάμπα να γυρεύουν
και άρχισαν δειλά να τραγουδούν.. μια προσευχή: 
"Κάνε Θε μου να σωθεί.. της Φύσης η Αρμονία".
Ένα χαμόγελο απρόσμενης χαράς 
τα πρόσωπά τους φώτισε,
γεννήθηκε μέσα τους και πάλι... η Ελπίδα.. 
έπιασε η αθώα τους ευχή.. 

Lunapiena