Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Lunapiena: Πέτρωσε το δάσος...


Πέτρωσε το δάσος...
φοβήθηκε την αγκαλιά της λάβας,
μα πριν πετρώσει έκλαψε,
για την καμμένη Γη...
και... το δάκρυ... μαργαριτάρι
που φώλιασε δειλά δειλά 
στην κρύα αγκαλιά του κοχυλιού
θαμμένο... μες στην άμμο.

Πέτρωσε το δάσος...
σαν αντίκρισε της Μέδουσας το βλέμμα,
ηχώ... το βήμα του Περσέα 
μες στο λυκόφως της μέρας.
Βελλεροφόντης ο έρωτας... κουτσός
νίκησε ύπουλα... την χίμαιρα,
μα... η περιέργεια τον αποπλάνησε,
έχασε για πάντα, τον κλεμμένο Πήγασο
έσπασαν... τα φτερά της έμπνευσης..
στο πετρωμένο δάσος... ψάχνει για ζωή.

...μα όλα τριγύρω... σιωπή.
Φοβήθηκαν το δάκρυ!

Lunapiena - Β. Χαντζαρά

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: Ο ΧΟΡΟΣ του ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ


Ο ΧΟΡΟΣ του ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ
Νικηφόρος Βρεττάκος

Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου
– ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν' ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κ ό σ μ ο ς... γυρίζει έξω απ' τη νύχτα.
Πως ο ά ν θ ρ ω π ο ς είναι ένα σύστημα ήλιου. 
Πως όλα τα κύτταρά μου είναι λίμνες...
που αναδίνουνε Φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες
ν' ανακαλύψω πως τ' αστέρια είναι πεντάγραμμα,
πως τ' αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο Ή λ ι ο ς αυτός... 
είναι ο Μέγας ε ξ ο υ σ ι ο δ ο τ η μ έ ν ο ς
του στερεώματος,
να 'ναι ο πανταχού παρών – σ' όλα τα βάθη του.

Να βρίσκει χιλιάδες φλεβίτσες 
και να διακλαδίζεται μες στο γρανίτη,
να φορεί στέφανο χρυσό στο κεφαλάκι του βρέφους
που περιμένει το πλήρωμά του
στο σκοτάδι της μήτρας,
ν' αναβλύζει απ' τα βάθη των θαλασσών,
να κυκλοφορεί
μες στα χρώματα των ζωγράφων
και μες στους στίχους των ποιητών
και μες στα πόδια που χορεύουν
και μες στους ήχους του «αλληλούια».
Κι η σιωπηλή παρουσία σου 
μ' έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει.
Άκουσα να θροΐζει η ψυχή σου 
όπως ένας πευκώνας το καλοκαίρι.
Τα δάχτυλά σου μ' αγγίξαν
σαν ένα σμήνος πουλιών.
Κι όταν χαμογελάς ακούω μιαν άρπα.
Κι όταν σκέφτεσαι ακούω που σκέφτεσαι.
Κι όταν αγαπάς τα παιδιά
που ευλόγησεν ο Ιησούς, πάλι, ακούω.
Κι ακούω το ρόδινο σύννεφο
όταν ακουμπάει στο βουνό.
Κι ακούω το στάχυ
όταν πίνει μια σταγόνα νερού.
Κι όταν τη νύχτα κοιτάζεις τον ουρανό
ακούω τ' αστέρι που πλέει μες στο βλέμμα σου.

Κι είναι αυτό που ακούω πολύ δυνατότερο
απ' αυτό που γράφω
κι απ' αυτό που μπορώ να σου ειπώ.
Όλα είναι γραμμένα.
Αρκεί να μπορεί να διαβάζει η καρδιά
τα ψηφία της κτίσεως.
Οι στίχοι είναι αντίλαλοι.
Απόψε τελειώσανε όλες οι λέξεις μου.
Ακούω το ποτάμι...
ζητώντας να ξεκλέψω τα λόγια του.
Αφουγκράζομαι στο άπειρο
το χαίρε των κόσμων
που παραπλέουν ο ένας τον άλλο – 
χαιρετιώνται κι αποχωρίζονται.
Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος
έχει μια μόνο λέξη.
Όλα λένε: «Α γ ά π η».
Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
Αλλά εγώ σ' αγαπώ. Και γι' αυτό κομματιάζω
τη λέξη «α γ ά π η» σε χιλιάδες ρινίσματα
και ζυμώνω τα χρώματα,
όχι σα να 'ναι να ειπώ ή να γράψω,
α λ λ ά...
σα να 'μαι ο παντοκράτορας
ενός μεγάλου περβολιού
και να θέλουν τα χέρια μου
να υφάνουνε κρίνα.

Είσαι εσύ, που με φύσηξες σαν ένας αγέρας 
απ' τα ανοιχτά του Θεού.
Το νερό σου περίσσεψε κάτω στις ρίζες μου
κι έκαμε 
ν' ανοίξει η ψυχή μου
σαν μια φωτεινή φυλλωσιά,
κι είμ' εγώ που σου ετοίμασα στέγη.
Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.
Κι έκαμα να φυτρώσουνε 
κάτω στο γύρο του φουστανιού σου
α γ ρ ι ο λ ο ύ λ ο υ δ α,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα
 όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις
και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ' το υπέρτατο φως.

Δεν ξέρω τι θα 'πρεπε να σου γράψω,
τι να σου ειπώ.
Πρέπει να 'ναι μεγάλος ο κήπος
που θα σε περπατήσω.
Κι ευτυχώς που είναι ο κόσμος απέραντος 
και τον έχουμε ό λ ο ι μαζί
και μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει.
Θα τυλίξω στα δάχτυλά μου...
τα νήματα του νερού,
θα ξεδιαλέξω το μετάξι του ήλιου 
απλώνοντάς τον πάνω σε άνθη αχλαδιάς,
θα βγάλω το μπρισίμι απ' το ζέφυρο,
να σου φτιάξω ένα ένδυμα γάμου.
Απόψε σε παντρεύω με την αιωνιότητα.
Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου
στο δάχτυλό σου.
Περνώ στα μαλλιά σου ένα στέφανο λεμονιάς
που στάζει χαραυγή και δροσιά, που στάζει αγάπη.
Το 'χω κομμένο
από την παιδική αστροφεγγιά της καρδιάς μου.
Ο ουρανός μοναχά το' χει αγγίξει. 
Σ' το πρόσφερα σήμερα.
Περπάτησα όλο το Μ ά η...
μ' ανοιγμένα τα χέρια μου.
Η ψυχή μου ξ ε χ ε ί λ ι ζ ε... και τη μάζευα
όπως ξεχειλίζει μια κούπα νερό,
όπως ξεχειλίζει το φως
σ' έναν κόρφο ξεκούμπωτο.
Δίπλωσα στην παλέτα μου το ουράνιο τόξο,
ανάλυσα της δύσης το βυσσινί μέσα στη φούχτα μου,
να σε φτιάξω να ταιριάζεις
με τη δημιουργία του Θεού.

Κι όχι όπως μοιάζει το ένα αστέρι με το άλλο.
Να ξεχωρίζεις... στην παγκόσμια τάξη.
Και πάντοτε να χορεύεις
μ' ένα φουστάνι ουρανό,
μ' έναν θύσανο ήλιου...
 ολόγυρα στα μαλλιά σου,
με τα χέρια σου ν' ανεβαίνουν ανάλαφρα,
όμοια 
με δυο κρίνους
που προσφέρονται στην Παναγία την άνοιξη.

Από τη συλλογή Ο χρόνος και το ποτάμι (1957) 
του Νικηφόρου Βρεττάκου