Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Επιζών


Αρκαδία VII - Ο Επιζών

Ω! που είναι, ω!
Σε ποια κατηφοριά
με το κεφάλι στ' ανοιχτά
σαγόνια του ήλιου,
μέ χέρια καί μέ πόδια φαγωμένα
απó τη λύσσα του ήλιου.

Ω! που είναι, ω!
τα παιδιά μου τά πανύψηλα,
ο πατέρας μου ο άσπρος κι ό πανύψηλος.
Κι η μάνα μου
που είναι άσπρη και πανύψηλη.

Ω! που είναι, ω!
Σέ ποια κατηφοριά
με το κεφάλι στ' άνοιχτά
σαγόνια του ήλιου.
Κι εγώ που είμαι,
σε ποια χώρα, σε ποια γή,
πάνω απ' τη γη
σε ποια βουνά που καίνε,
το μάτι ακοίμητο
παραμονεύοντας μες απ' τα ξερολίθαρα.

Ακούγοντας τα βήματα και το μουρμούρισμα,
ακούγοντας το μουρμούρισμα και την προσταγή
ακούγοντας το πείσμα και την έπαρση
τη μεταμέλεια ακούγοντας
και την άλλη φωνή
πιο ήσυχη, πιο σίγουρη.

Ω! που είναι, ω!
Θρύψαλα από γυαλί σκορπισμένα
σε τούτα ή σε κείνα τα βουνά. 
Κουρέλια και χαρτιά σαπίζοντας
σε τούτα ή σε κείνα τά βουνά.

Άσπροι πανύψηλοι,
φωνάζοντας χωρίς φωνή
κι εγώ που είμαι,
κι εγώ που είμαι, ω!
Παραμερίζοντας ένα δάσος αράχνες
ξεφεύγοντας
ολοένα γυρίζοντας
σ' ένα δάσος με τύμπανα, επιμένοντας
η φωνή μου ν' ακουστεί
σε τούτες τις εποχές
χτυπώντας και χτυπώντας
πόρτες, παράθυρα που κλείσανε
τούτες τίς έποχές
με πρόσωπο ερευνητικό
αναγγέλλοντας τη νύχτα
που υπάρχει μέσα στη νύχτα
καθώς υπάρχει ο σπόρος μες στη γη,
η χόβολη στο κάρβουνο
καθώς υπάρχει ο φόβος κι ο καημός
μες στη φωνή του ανθρώπου.
Στίχοι Τάκης Σινόπουλος
Μουσική Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία Μαρία Φαραντούρη

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: Απολογισμός



Α π ο λ ο γ ι σ μ ό ς


Τι μας περίσσεψε απ΄ το σκηνικό; 

Το κάθισμα και τ΄ άλλο κάθισμα, 
η απότομη στροφή του αέρα.
...Ή, ας πούμε, ο μακαρίτης ήλιος
με τα τζάμια του και τα πουλιά του.
Πως προχωρούμε και συγκατανεύουμε, 
Ναι, θα συναντηθούμε κάποτε, 
θα σε θυμάμαι….
Ο,τι μετακινείται, 
ό,τι περνάει δίχως ν΄ ακούγεται, 
μόλις ακούγεται... μέσα στις λέξεις.
Μεταστροφές, επαναλήψεις, 
χάσματα, η παραίτηση, 
προπάντων η παραίτηση.
Εκείνο που έφυγε δίχως να φύγει, 
ο τοίχος ανασαίνει, 
η π έ τ ρ α.. έχει σ κ ι ά, 
τ΄ α γ κ ά θ ι.. έχει φεγγάρι,
ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος 
απ΄ τα δόντια του δάσους,
Η μικρή ξ ε χ α σ μ έ ν η κοιλάδα 
στη σκάφη της σ ι ω π ή ς, 
με μια στάλα μαύρο νερό.
Τι νομίζεις λοιπόν…. 
π ω ς... μας έχει απομείνει;


ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
από τις «ΠΕΤΡΕΣ» (1972)

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΑΝ




ΑΝ

Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.
Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα.
Και το σύν
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο,
και τα μάτια σου στρέ
φοντας ξαφνικά
δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.


ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: Κι ένα Πρωί





κι ένα πρωί

Το δέντρο το πρωί που ξύπνησα 

ήταν όλο πράσινο,
Τόσο πολύ τ’ α γ ά π η σ α 
που ανέβηκε στον ουρανό.
Κι ε κ ε ί.. ήρθανε τα πουλιά, 
της ευφροσύνης, του ήλιου,
Γιόμισαν τον τόπο με φτερά 
και χρώματα, περλακαμοί
Κι άλλα παράξενα, σειράδες, 
τσιλαμήθρες, σκόρτσοι
Και νυφούλες και,
Δώρα του Θεού, 
χαρούμενα πουλιά, 
σπαθίζοντας
συνέχεια το γλαυκό.

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

από το... «Νεκρόδειπνος»

Μέρες θρηνούσε ο ουρανός..



Δεν πρόλαβε η άνοιξη.. 
να σε καλωσορίσει..
κι οι ανεμώνες έσκυψαν στη γη
να κρύψουν.. τη ντροπή τους..
Σε πήρε η νύχτα αγκαλιά.. 
να σε παρηγορήσει..
μέσα στο βλέμμα κράτησες
τη θλίψη.. του ανθρώπου!
...............
Υγρό το μνήμα.. παγερό..
Μέρες θρηνούσε ο ουρανός..
τον άδικο χαμό σου..
και δάκρυσε η τριανταφυλλιά
στο πρώτο της μπουμπούκι…
οι μαργαρίτες στόλισαν το δρόμο σου
ήρεμα να περάσεις.. στ' απέναντι στρατί
εκεί που η βία πια.. να σε αγγίξει δεν μπορεί.
..............

Καλό Σου Ταξίδι… Ψυχή μου

Lunapiena