Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ:

"Θεωρώ τον εαυτό μου ερασιτέχνη συγγραφέα.

Δεν γράφω επειδή μπορώ, αλλά επειδή θέλω.

Το «θέλω» είναι εσωτερική ανάγκη,

το «μπορώ» είναι εμπορευματοποίηση.



Το γράψιμο για μένα πρέπει να είναι ανάγκη

– υπαρξιακή, ψυχική και εξομολογητική"

Ιάκωβος Καμπανέλλης


Ιάκωβος Καμπανέλλης:


"Προσωπικά πιστεύω πως

αν οι Έλληνες ήξεραν καλά τον τόπο τους,

την ιστορία τους, τον πολιτισμό

και τον χαρακτήρα τους,

 θα ήταν πολύ λιγότερο εκτεθειμένοι

στις κάθε λογής ξενηλασίες"


Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη



 “Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή. 

 Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο,

ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ,

τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.

 Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας,

ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια

καὶ τὸ πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι

ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή.

 Ἡ Ελληνικὴ  γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται.

Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό,

 ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσµα.

 Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης

εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν  ἀ ν θ ρ ω π ι ά,

κανόνας της εἶναι ἡ  δ ι κ α ι ο σ ύ ν η.



Στὴν ἀρχαία τραγωδία,

τὴν ὀργανωµένη µὲ τόση ἀκρίβεια,

ὁ ἄνθρωπος ποὺ
ξεπερνᾶ τὸ µέτρο, 

πρέπει νὰ τιµωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.

 Ὅσο γιὰ µένα συγκινοῦµαι παρατηρώντας

 πὼς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης

 εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή,

ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσµου.

Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους µου,

τῶν ἀρχῶν τοῦ περασµένου αἰώνα,

 γράφει: «…θὰ χαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε …»

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος.

Εἶχε µάθει νὰ γράφει

στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του.

Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας,

προφορικὴ παράδοση πηγαίνει µακριὰ

στὰ περασµένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή.

Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση.

> Εἶναι γιὰ µένα σηµαντικὸ τὸ γεγονὸς

 ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιµήσει

 καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά,

 ἀκόµη καὶ ὅταν ἀναβρύζει

 ἀνάµεσα σ’ἕνα λαὸ περιορισµένο.

 Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσµος

ὅπου ζοῦµε, ὁ τυρρανισµένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία,

τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση.

 Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα

– καὶ τί θὰ γινόµασταν ἂν ἡ πνοή µας λιγόστευε;

 Εἶναι µία πράξη  ἐ µ π ι σ τ ο σ ύ ν η ς –

κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά µας

δὲν τὰ χρωστᾶµε στὴ στέρηση ἐµπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο

γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι,

 τὴν πολὺ µεγάλη διαφορὰ ἀνάµεσα

στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης

καὶ στὴ λογοτεχνία.

Παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα

σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράµα
 καὶ ἕνα σηµερινό,

ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη.

Ναί, ἡ συµπεριφορὰ τοῦ
 ἀνθρώπου

 δὲ µοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά.

Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει

πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει

τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ

 ποὺ ὀνοµάζουµε Ποίηση.

Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει

κάθε στιγµὴ ἀπὸ
 στέρηση ἀγάπης

καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται.

Κυνηγηµένη, ξέρει ποὺ νὰ
’βρει καταφύγιο,

ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει

στοὺς
 πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους.

Γι' αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν

µεγάλα καὶ µικρὰ µέρη τοῦ κόσµου.

Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς

ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς.

Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια,

αὐτὴ τὴ βιοµηχανία.

 Χρωστῶ τὴν εὐγνωµοσύνη µου

στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία

ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγµατα,

ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες,

οἱ λεγόµενες περιορισµένης χρήσης,

δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες

ὅπου πνίγεται ὁ παλµὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς,

ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανός νὰ κρίνει

µὲ ἀλήθεια ἐπίσηµη τὴν ἄδικη µοίρα τῆς ζωῆς,

γιὰ νὰ θυµηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐµπνευστή,

καθώς µᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νοµπέλ,

αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ µπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει

τὴν ἀναπόφευκτη βία

µὲ τὴ µεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.

Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει,

ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους τούς ἄλλους.

Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο,

 ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.

 Ὅταν στὸ δρόµο τῆς Θήβας,

ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα,

 κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της,

ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄ ν θ ρ ω π ο ς.


Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας.

Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε.

Ἂς συλλογιστοῦµε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.»


 Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη

 κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου

 Νόμπελ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963