Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Χαιρετισμός την Αυγή... από τον Calidasa

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΝ ΑΥΓΗ


Κοίταξε τούτη τη μέρα!

γιατί είναι ζωή,

η ίδια η ζωή της Zωής.

Στο σύντομο πέρασμά της

κείτονται όλες οι αλήθειες

κι οι πραγματικότητές μας.

Η ευτυχία της νιότης

η δόξα της δράσης

η χαρά για κάθε επίτευγμα.

Γιατί το χτές δεν είναι παρά ένα όνειρο

και τ΄ αύριο, μόνο ένα όραμα.

Ενώ το σήμερα που τo 'ζησες όμορφα,

κάνει το χτές όνειρο ευτυχίας.

Και το κάθε αύριο ένα όραμα ελπίδας

Φρόντισέ τη λοιπόν.. καλά τούτη τη μέρα!

Τούτος είν’ ο χαιρετισμός την αυγή.


Calidasa

(Ινδός ποιητής)


Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Σας Εύχομαι... του Jacques Brel

Σας Εύχομαι..
 
Σας Εύχομαι ό ν ε ι ρ α που δεν τελειώνουν
και θ έ λ η σ η  δυνατή....
για να  πραγματοποιήσετε κάποια

Σας Εύχομαι ν'α γ α π ά τ ε ..
ό, τι αξίζει ν'αγαπιέται
και να ξ ε χ ν ά τ ε .. 
ό,τι αξίζει να ξεχαστεί

Σας Εύχομαι Π ό θ ο υ ς Ζωής..
Σας Εύχομαι Σ ι ω π έ ς..


Σας Εύχομαι να ξ υ π ν ά τ ε
με το κελάηδισμα των πουλιών
και με το  γ έ λ ι ο  των παιδιών..

Σας Εύχομαι ν'α ν τ έ χ ε τ ε...
να μην ενδίδετε στο βούλιαγμα..
στην αδιαφορία..
και στις αρνητικές δυνάμεις της εποχής μας

μα.. πάνω απ'όλα Σας Εύχομαι..
να  ε ί σ τ ε  ο  Ε α υ τ ό ς Σας.


Jacques Brel
Μεταφρ. Lunapiena



Vi Auguro

Vi auguro s o g n i..  a non finire
la  v o g l i a  furiosa
di realizzarne qualcuno

vi auguro di a m a r e
ciò che si deve amare
e di  d i m e n t i c a r e
ciò che si deve dimenticare
vi auguro p a s s i o n i
vi auguro s i l e n z i
 
Vi auguro...
il c a n t o degli uccelli al risveglio
e..  r i s a t e di bambini

Vi auguro di resistere..
all’affondamento,
all’indifferenza,
alle virtù negative della nostra epoca.

Vi auguro soprattutto....
di Essere  V o i   Stessi.


Jacques Brel

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Μήνυμα Χριστουγένων...


Μάγοι και μεις... μες στη Ζωή

Π α ι δ ι ά  να προσκυνάμε...

Δώρα καρδιάς να δίνουμε

στου Κόσμου... την Ε λ π ί δ α

κι ο Ηρώδης μέσα μας..

ποτέ να μη ξυπνήσει

της εξουσίας το φυτό..

στάχτη και λίπασμα στη Γη

να θ ρ έ ψ ε ι και να συντηρεί

το δ έ ν τ ρ ο  της  Α γ ά π η ς...

 
Lunapiena

Paul McCartney - Pipes Of Peace


Τα Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α του 1914, το πρώτο χρόνο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, οι στρατιώτες Γερμανοί, Άγγλοι και Γάλλοι, μη υπακούοντας στους ανωτέρους τους άρχισαν να αδελφοποιούνται με τον "εχθρό" στα 2/3 του μετώπου. Οι Γερμανοί στρατιώτες έφτιαξαν Χριστουγεννιάτικα δέντρα και ύψωσαν πανώ με:

"Κ Α Λ Α    Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α"

"Δεν πυροβολείται και Δεν πυροβολούμε"

...κατα χιλιάδες περπατούσαν την ουδέτερη ζώνη, τραγουδώντας χριστουγεννιάτικους ύμνους και τραγούδια, έδειχνε ο ένας στον άλλο τις φωτογραφίες των αγαπημένων τους, μιλούσανε μεταξύ τους σαν παλιοί γνωστοί, α γ κ α λ ι άζ ε ο ένας τον άλλον, παίξανε μπάλλα, μέχρι που έψησαν και γουρουνόπουλα... και φάγανε παρέα. Συμφώνησαν ότι, αν οι αξιωματικοί τους τους ανάγκαζαν να πάρουν τα όπλα.. να τα σηκώσουν ψηλά και να αρνηθούν να πολεμήσουν. Γινόταν ένας χαμός... οι στρατιώτες που αρνιόταν να πολεμήσουν και οι αξιωματικοί που ερμήνευσαν αυτή την πράξη σαν προδοσία.

Τον Μάρτη του 1915, η επιχείριση αδελφοποίησης ξεριζώθηκε και η μηχανή του θανάτου άρχισε πάλι να δουλεύει πλήρως. Την εποχή της ανακωχής στο 1918, υπολογίζονται σε 15 εκατομύρια άνθρωποι οι σκοτωμένοι. Λίγοι γνωρίζουν την ιστορία της Εκεχειρίας των Χριστουγέννων. Οι αρχηγοί του στρατού την κράτησαν μυστική.

Την μέρα των Χριστουγέννων του 1988, μια τοπική εφημερίδα της Boston Globe ανέφερε ότι το τοπικό radio FM έβγαλε στον αέρα μια Μπαλάντα που μιλούσε για την Εκεχειρία, και έγινε περιζήτητη.


Το γεγονός εντυπωσίασε τους πάντες. Η ιστορία της εκεχειρίας, πάει ενάντια στην εικόνα που έχουμε διδαχθεί... Μας δείχνει ένα Κόσμο.. όπως θα τον προτιμούσαμε να είναι... είναι όμορφο να το λέμε:

"Έ γ ι ν ε  στ' α λ ή θ ε ι α  μια φορά.."

Μας θυμίζει πόσο η ανθρώπινη ζωή είναι ασήμαντη και αδύναμη. Είναι σαν να νοιώθουμε ότι τα πιό βαθειά μας ΘΕΛΩ είναι σ ω σ τ ά..

Π ρ α γ μ α τι κ ά  ο ΚΟΣΜΟΣ..
θα μπορούσε να ΕΙΝΑΙ διαφορετικός.

 


από το “We CAN Change the World:
The Real Meaning of Everyday Life”

di David G. Stratman
(New Democracy Books, 1991)

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

ΚΑΛΟ Σου ΤΑΞΙΔΙ... Jacqueline de Romilly


«Οπως και να ΄χει- και για να παραμείνουμε στην εκπληκτική ιστορία μιας εξελικτικής πορείας που μας οδηγεί από τον 15ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 21ο- το σίγουρο είναι πως σαστίζει κανείς μπροστά στη δ ύ ν α μ η με την οποία διαδόθηκε η Ε λ λ η ν ι κ ή  γ λ ώ σ σ α μέσα από τόσες κρίσεις και αναγεννήσεις» έγραφε η Jacqueline de Romilly... η Γυναίκα που κυοφόρησε την Αγάπη για τον Ελληνικό Πολιτισμό σε μια εποχή μεταβατική της Ιστορίας του ανθρώπου. Μια εποχή βαθειάς πολιτιστικής κρίσης που όλα αμφισβητούνται... όλα κινδυνεύουν να ισοπεδωθούν.. κράτησε ψηλά τη Φλόγα της Ελληνικής Σκέψης...
Φαροφύλακας των Ιερών. Ιέρεια του Πολιτισμού...
Μαθήτρια της Γνώσης... Εμνευσμένη Δασκάλα της Αλήθειας στην Πολιτιστική Ιστορία του Κόσμου... Ήξερε να γονατίζει και να προσκυνάει τα Ιερά.. και να σηκώνεται ολόρθη.. με το βλέμμα στον ουρανό της Σοφίας.
Φ ι λ ό σ ο φ ο ς σε μια εποχή που το σκοτάδι της τεχνολογικής Βαβέλ, μπέρδεψε τη σκέψη κι ο Μινώταυρος της αμάθειας απειλεί να καταπιεί την Ομορφιά του Κόσμου.


Σε ευχαριστούμε... ΖΑΚΛΙΝ

Καλό σου Ταξίδι... στον Ουρανό και στη Ψυχή μας

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Ν. Βρεττάκος: Αν σου λείψω μια νύχτα...


Αν σου λείψω μια νύχτα

Αν σου λείψω μια νύχτα μην ανησυχήσης

ως το άλλο πρωί, ως το άλλο βράδυ, ως την Κυριακή,

Εδώ κάπου θα βρίσκομαι σ᾿ έναν άρρωστο δίπλα,

μ᾿ ένα πικρό ραβδί θα ψάχνω να βρώ μία πηγή.

πόρτα σε πόρτα θα γυρνώ μ᾿ ένα ψωμί στη μασχάλη.



Έχε αναμμένη τη φωτιά πάντοτε, γιατί πάντοτε

θα σου γυρίζω μουσκεμένος-

Έχω ζεσταμένο στα γόνατά σου ένα πουκάμισο

κι έχε το νου σου στην πόρτα

και στη δημοσιά μην ακουστώ, γιατί,

δίχως λειψό αποφέγγαρο κι άστρι,

κάθε φορά, από την άκρη θα'ρχομαι του κόσμου.


Νικηφόρος Βρεττάκος

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Manolis Mitsias - Pote tha ksanamiliseis (Hlias Andriopoulos)


Πότε θα ξαναμιλήσεις;

Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων

τα λ ό γ ι α  μας.

Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη

...ρ ι ζ ώ ν ο υ ν  θρέφονται με το αίμα.

Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα

ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί.

Το ίδιο τα  λ ό γ ι α  φυλάγουν

τη μορφή του ανθρώπου

κι ο άνθρωπος έφυγε δεν είναι εκεί.


Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ’άστρα

που πάτησαν τη τόση γύμνια σου μια νύχτα.

Ο Κύκνος, ο Τοξότης, ο Σκορπιός… ίσως εκείνα.

Αλλά πού θα  ε ί σ α ι  τη στιγμή

που θα ‘ρθει εδώ σ’αυτό το θέατρο το  φ ω ς;


Ποίηση:
Γ. Σεφέρης

Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος

Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς

από τον κύκλο τραγουδιών "Αργοναύτες"

Σε Σένα... το Μέλλον... του Walt Whitman



In Te... sta il Futuro!


Non lasciare passare la vita..

Non lasciare che finisca il giorno

senza essere cresciuto un pò,

senza essere stato felice,

senza avere aumentato i tuoi sogni.

Non ti lasciare vincere

per lo scoraggiamento.

Non permettere che nessuno

ti tolga il diritto ad esprimerti,

che è quasi un dovere.

Non abbandonare le ansie

di fare della tua vita

qualcosa di straordinario.

Non smettere di credere

che le parole e le poesie

possono cambiare il mondo.

Passi quello che passi

la nostra essenza è intatta.

Siamo esseri pieni di passione.

La vita è deserto ed oasi.

C'abbatte, ci ferisce, c'insegna,

ci trasforma in protagonisti

della nostra propria storia.

Benché il vento soffi in contro,

la poderosa opera continua:

Tu puoi apportare una strofa.

Non smettere mai di sognare,

perché in sogni è libero l'uomo.

Non cadere nel peggiore dagli errori:

il silenzio.

La maggioranza vive

in un silenzio spaventoso.

Non ti rassegnare. Fugge.

"Emetto le mie urla

per i tetti di questo mondo",

dice il poeta.

Stima la bellezza delle cose semplici.

Si può fare bella poesia

su piccole cose,

ma non possiamo remare

contro noi stessi.

Quello trasforma la vita in un inferno.

Gode del panico che ti provoca

avere la vita davanti.

Vivila intensamente, senza mediocrità.

Pensa che in te sta il futuro

ed affronta il compito

con orgoglio e senza paura.

Impara di chi possa insegnarti.

Le esperienze di chi ci precederono

di nostri"poeti morti",

ti aiutano a camminare per la vita

La società di oggi siamo noi I "poeti vivi.

"Non permettere che la vita

ti passi senza che la vivi"


Walt Whitman

(1819-1892)

*********

Σε Σένα... ακουμπά το Μέλλον

Μην επιτρέψεις να περάσει η ζωή..

ούτε ν'αφήσεις να τελειώσει η μέρα..

χωρίς να μεγαλώσεις λιγάκι,

χωρίς να χαρείς,

χωρίς να δώσεις...

φτερά στα όνειρά σου.

Μην επιτρέψειςνα σε νικήσει η απογοήτευση.

Μην αφήσεις κανένα να σου αφαιρέσει

το δικαίωμα να εκφραστείς..

είναι σχεδόν ένα καθήκον.

Μην εγκαταλείψεις την αγωνία,

να κάνεις στη ζωή σου κάτι σπουδαίο...

και μην σταματήσεις, να πιστεύεις

ότι τα  λ ό γ ι α  και η  π ο ί η σ η,

μπορούν ν'αλλάξουν τον κόσμο.

Ό,τι και να περάσεις να ξέρεις

ότι η ουσία μας  μένει άθεκτη.

Είμαστε όντα γεμάτα πάθος.

Η ζωή είναι έρημος και όαση.

Μας νικάει, μας πληγώνει, μας διδάσκει,

μας μετατρέπει σε πρωταγωνιστές της ζωής μας.

Ακόμα κι άν κόντρα φυσίξει ο άνεμος

η ρωμαλέα όπερα συνεχίζεται:

Μπορείς να παίξεις μια στροφή.

Μη σταματάς ποτέ να ονειρεύεσαι,

γιατί.. μέσα στα όνειρα του

είναι ο άνθρωπος.. Eλεύθερος.

Και μην αφήνεσαι να πέσεις

στο χειρότερο από τα λάθη: την  σ ι ω π ή.

Οι πιό πολλοί ζούνσε μια τρομακτική σιωπή.

Μην υποτάσσεσαι. Φύγε!

"Εκπέμπω τις κραυγές μου

στις σκεπές αυτού του κόσμου"

λέει ο ποιητής.

Τίμα την ομορφιά των απλών πραγμάτων.

Μπορεί να γραφτεί ένα όμορφο ποίημα

για τα πιό ασήμαντα πράγματα,..

αλλά δεν γίνεται να πάμε

ενάντια στους εαυτούς μας.

Αυτό μετατρέπει τη ζωή μας σε κόλαση.

Να χαίρεσαι το φόβο που μέσα σου νοιώθεις

για τη ζωή π'ανοίγεται μπροστά σου..

Ζήσε με δύναμη, δίχως  μιζέρια.

Σκέψου ότι σε Σένα...

 το Μέλλον ακουμπά

και αντιμετώπισέ το περήφανα

 δίχως αγωνία και φόβους.
Μάθε απ'όποιον μπορεί να σε διδάξει.

Οι εμπειρίες όσων έζησαν

πριν από τους δικούς μας

"πεθαμένους ποιητές"

θα σε βοηθούν να περπατήσεις

το δρόμο τη Ζωής.

Σήμερα η κοινωνία είμαστε εμείς

οι "ζ ω ν τ α ν ο ί   ποιητές"

Μην επιτρέψεις να διαβεί η ζωή..

χωρίς να την ζήσεις.


Walt Whitman

Trad. Lunapiena

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΜΠΟΛΙΒΑΡ από τον Ν. Εγγονόπουλο


Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα

ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ,

ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ

Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs


Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,

για τους γενναίους, τους δυνατούς,

Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,

τα γενναία, τα δυνατά,

Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,

γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,

κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια

Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και

γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,

Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο

πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,

Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,

οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,

Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,

Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,

Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη

νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,

Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ ά σ τ ρ α.


Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία,

που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,

Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου

όλο συγκίνηση

Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του

Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.


Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας

τον άλλο για κατάλληλο καιρό,

Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,

ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,

Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι

που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.

Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν

για τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,

κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,

Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες,

κι οι δ υ ο τους, μονάχοι πάντα,

κι ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.


Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα

δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε,

δε μπόρεσε να καταλάβη τι λέω, κανείς;

Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα

για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;

Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα

αντιληπτές μορφές της σημασίας

τ’ Α ν δ ρ ο ύ τ σ ο υ και του Μ π ο λ ι β ά ρ,

Παρόμοια σύμβολα.

Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,

κι υπερβολές, κι απελπισίες.

Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη

μόνο για τους αιώνες.

(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,

πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,

Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη

άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,

Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες

νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,

Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,

αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι

Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.

Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα

εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,

Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό

που κατεβάζει τα δρολάπια,

Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)


Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.


Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα

ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.

Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,

μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.

Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,

και σκορπούσε το καλό και το κακό.

Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες

στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,

όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,

Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια

ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,

Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,

Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν

με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,

Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο,

για να φαντάζης σα ρημοκκλήσι

σε περιγιάλι της Αττικής,

Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,

ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.


Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,

και τώρα, δεν είσαι όνειρο.

Όταν οι άγριοι κυνηγοί

καρφώνουνε τους άγριους αετούς,

και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,

Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,

Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,

Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί,

το καρφί, κι ο  α η τ ό ς.


Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,

κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,

Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει

η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,

Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,

Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα,

του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,

Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά

το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει,

και γυρνάει πέρα δώθε,

Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ―

ύστερα από μια νύχτα δίχως ύπνο,

Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.

Έτσ’ η ζωή.

Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με

τις νησιώτικες καμάρες,

Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια

(η Νάξο, η Χίος),

Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες!

Α υ τ ό ς ο Μπολιβάρ!


Μ π ο λ ι β ά ρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος

στην κορφή του βουνού Έρε,

Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.

Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων

του Σαρωνικού, τη Θήβα,

Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά,

το τρανό Μισίρι,

Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα,

της Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,

του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,

της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,

της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,

Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,

Ακόμη και του Μεξικού.

Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου

πάνω στην πέτρα,

νά'ρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.

Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε,

λεν, ο Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ

Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.


Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς.

Το φως το δικό σου, Μ π ο λ ι β ά ρ,

γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική

ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.

Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος,

που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια,

και την οικουμένη!

Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος

πηγάζουν από τα μάτια σου.

Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,

Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.

Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν

τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,

Ο πλούτος της Αργεντινής.

Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται

οι απέραντες φυτείες του καφφέ.


Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,

Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας

μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,

Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε

στα ουράνια την οργή τους,

Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν

τα εικονίσματα στην Καστοριά,

Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.


Μπολιβάρ, ε ί σ α ι  ω ρ α ί ο ς  σαν Έλληνας.



Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,

σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,

Μια καντήλα στο Μουχλιό

φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.

Μήπως νάσαι, άραγες,

μια από τις μύριες μορφές που πήρε, κι άφησε,

διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Μπογιάκα, Αγιακούτσο.

 Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.

Είμουν εκεί.

Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:

πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.

Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,

π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.

Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα

λεωφορεία με τους πληγωμένους.



Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.

Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.

Υπομονευτήκαν οι δρόμοι:

έργο και δόξα του Χορμοβίτη,

του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.

Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!

Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,

καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,

τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,

Τα τόπια δεξιά. Βρας!

Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ


Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,

Είταν κι ένα τριαντάφυλλο

για τη δόξα του μεγάλου σ τ ρ α τ η γ ο ύ,

Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν

 μέσα στον κορνιαχτό και την αντάρα,

Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά,

το μέτωπο στα νέφη,

Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους,

του δ ί κ ι ο υ δρόμος, λ υ τ ρ ώ σ ε ω ς πύλη.


Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,

Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,

Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,

ένας Φιλιππουπολίτης.

Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,

όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,

Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες

πάνω απ’ την κεφαλή σου.

Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν

τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,

και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,

Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε

στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,

σύννεφο το χώμα και λιθάρια.

Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα

εχάνοντο, λουφάζαν.

(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,

μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,

Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου

να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου

τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,

Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω

το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)


Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ

δεν εφοβήθηκε, δε «σ κ ι ά χ τ ηκ ε» που λεν, ποτέ,

Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά,

ούτε στης προδοσίας, της αναπόφευκτης,

τις πικρές μαυρίλες.

Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια αφάνταστη,

τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη: τη στιγμή,

Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,

Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,

ηττημένος και νικητής μαζί,

ήρωας τροπαιούχος κι εξιλαστήριο θύμα.

(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως

το πνεύμα το υπέροχο μέσα του στέκονταν,

Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος,

των Ιησουιτώνε και του ελεεινού Φιλιππουπολίτη

τις απαίσιες πλεχτάνες!)


Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ!

που σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,

Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,

πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.


επίκλησις


Μ π ο λ ι β ά ρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,

Του Αντωνίου Οικονόμου ―

που τόσο άδικα τον σφάξαν ―

και του Πασβαντζόγλου αδελφός,

Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ

ξαναζεί στο μέτωπό σου.

Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.

Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε,

αν είτανε απόγονός σου  ο άλλος

μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,

Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως ε ί μ α ι ο γυιος σου


ΧΟΡΟΣ

στροφή

(entrée des guitares

Αν η νύχτα, αργή να περάση,

Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,

Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια

Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,

Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.

Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων

Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,

Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία

Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.


αντιστροφή

(the love of liberty brought us here


τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες

κι ο ήλιος που λαμπρός ανατέλλει

σε τρόπαι’ ανάμεσα και πουλιά

και κοντάρια

θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ

και το παίρνει ο αέρας

στη θαλάσσης τα βάθη

τον φριχτότατον όρκο

το φρικτότερο σκότος

το φριχτό παραμύθι:

Libertad


επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)


Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια,

corazón,

Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,

corazón,

Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,

corazón,

Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά,

κι ολόλευκα δόντια,

corazón,

Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση,

με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,

corazón,

Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,

corazón,

Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,

corazón.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.


ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ

(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane).

στρατηγέ

τι ζητούσες στη Λάρισα

συ

ένας

Υδραίος;
Νίκος  Εγγονόπουλος

(από τα Ποιήματα, Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977)