Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις Ελικωνιάδες που ζούν στον Ελικώνα, το ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με χάρη, γύρω από την κρήνη με τους μενεξέδες και τον βωμό του γυιού του Κρόνου, και σαν λούσουν τα όμορφα κορμιά τους στον Περμησσό ή στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς και μοιάζουν να πετάνε. Κι από κει ξεπηδούν μεσ’ τη νύχτα, τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη υμνώντας με εξαίσια φωνή τον Δία τον Αιγίοχο, την Αργεία την Ήρα, τη χρυσοπέδιλη, και την κόρη του Αιγίοχου Δία, τη γλαυκομάτα Αθηνά, τον Φοίβο τον Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη, τον αφέντη της γης, τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα και τη σεμνή Θέμιδα, την παιχνιδιάρα Αφροδίτη και τη χρυσοστεφανωμένη Ήβη, την όμορφη Διώνη και τη Λητώ, τον Ιαπετό και τον δόλιο Κρόνο, την Ηώ και τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και τη Γαία, τον Ωκεανό τον μέγα, τη μαύρη Νύχτα και όλους τους αθανάτους.
Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο το όμορφο τραγούδι τους, όταν έβοσκε τ’ αρνιά του κάτω απ’ τον ιερό Ελικώνα. Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν οι Ολύμπιες Μούσες, οι κόρες του Δία του Αιγίοχου: «πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι, που δίνουμε αξία μόνο στη κοιλιά μας, ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε, που μοιάζουν με αλήθειες, αλλά ξέρουμε, αν το θέλουμε να λέμε και αλήθειες».
Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία με λόγια καθαρά και κόβοντας ένα κλαρί δάφνης, γεμάτο βλαστούς, μου τό 'δωσαν για σκήπτρο. Και μου ενέπνευσαν ύμνο θεσπέσιο, να τραγουδώ τα μελλούμενα και τα περασμένα και με πρόσταξαν να υμνώ την γενιά των μακαρίων, αφού όμως πρώτα, ν’ αρχίζω και να τελειώνω το τραγούδι μου μ’ αυτές.
Αλλά γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν είναι τόσο σημαντικά;
Έλα, ας αρχίσουμε απ’ τις Μούσες που τέρπουν με τους ύμνους τους τη ψυχή του πατέρα Δία πάνω στον Όλυμπο, τραγουδώντας τα τωρινά, τα περασμένα και τα μελλούμενα με φωνή ποιητική, απ’ αυτές που ρέει απ’ το στόμα τους γλυκό τραγούδι χωρίς να κουράζονται ούτε στιγμή.....
Κι αντιλαλεί πρώτα, ο χιονισμένος Όλυμπος και τα δώματα των αθανάτων θεών, αυτούς που η Γη κι ο μέγας Ουρανός γέννησαν κι εκείνους που γέννησαν τους θεούς τους δωρητές μας. Κατόπιν οι θεές αρχίζουν και τελειώνουν το τραγούδι, υμνώντας τον Δία τον πατέρα θεών και των ανθρώπων, για την ανωτερότητα του ανάμεσα στους θεούς....
Μετά υμνώντας το γένος των ανθρώπων και των ισχυρών Γιγάντων τέρπουν τη ψυχή του Δία πάνω στον Όλυμπο, οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι θυγατέρες του Δία του Αιγιόχου. Τις γέννησε η Μνημοσύνη, η κυρά της Ελευθήρος, αφού έσμιξε με τον γυιό του Κρόνου στις ακροκορφές τις Πιερίας, για να λησμονούμε τις στενοχώριες μας και να διώχνουν τις έγνοιες μας. Εννιά νύχτες έσμιγε μαζί της ο Δίας, ο σοφός ανεβαίνοντας στο ιερό κρεβάτι κρυφά απ’ τους αθάνατους. Και όταν γύρισε ο χρόνος και κύλισαν οι ώρες και τα φεγγάρια μίκραιναν κι οι μέρες έρχονταν και φεύγαν, του γέννησε εννιά κόρες που είχαν τα ίδια ψυχικά χαρίσματα και άλλη φροντίδα εκτός το τραγούδι δεν είχαν στην καρδιά τους, ούτε καμμιά έγνοια στη ψυχή τους και κατοικούσαν στην πιο ψηλή κορφή του χιονισμένου Ολύμπου. Εκεί, στα ωραία παλάτια γίνονται λαμπροί χοροί και δίπλα κατοικούν οι Χάριτες κι ο Ίμερος...
Και με φωνή μαγευτική, τραγουδούν τους νόμους των πάντων, και των αθανάτων τα ιερά ήθη διαλαλούν. Και τότε κινήσαν για τον Όλυμπο και χαιρόντουσαν σ'όλο το δρόμο την όμορφη φωνή τους, και αντιλαλούσε γύρω απ’ τους ύμνους η μαύρη γη και μαγευτικοί ήχοι έβγαιναν από κάθε τους βήμα, καθώς πήγαιναν για τον πατέρα τους, που βασιλεύει στον ουρανό και κατέχει τη βροντή και τον φλογερό κεραυνό, που με τη δύναμη τους νίκησε τον πατέρα του, τον Κρόνο και με σοφία τακτοποίησε τα των αθανάτων κι έδωσε σ'όλους αξιώματα.
Αυτά λοιπόν τραγουδούσαν οι Μούσες που μένουν στα Ολύμπια παλάτια, οι εννέα θυγατέρες του μεγάλου Δία, η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Πολύμνοια, η Ουρανία κι η Καλλιόπη, αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες.....
Χάρη στις Μούσες και τον Απόλλωνα, που πετά το τόξο μακρυά, υπάρχουν στη γη τραγουδιστές και κιθαρίστες.... Κι αυτός που του δείχνουν ευμένεια οι Μούσες, είναι ευτυχισμένος και γλυκειά η φωνή τρέχει απ’ το στόμα του. Γιατί αν κάποιος έχει πένθος και πρόσφατη πληγή στα στήθεια, η καρδιά του μαραίνεται απ’ τους στεναγμούς, όταν όμως ο τραγουδιστής, που υπηρετεί τις Μούσες υμνήσει τις δόξες των πρώτων ανθρώπων και τους μακάριους θεούς που κατέχουν τον Όλυμπο, αμέσως λησμονά τον καϋμό του και δεν θυμάται καμμιά έγνοια. Έτσι γρήγορα τις σκορπούν τις έγνοιες, τα δώρα των θεαινών.
Η Καλλιόπη, η πρώτη των Μουσών και πιο σεβαστή απ' όλες, ήταν η Μούσα του ηρωικού έπους,
ΑπάντησηΔιαγραφήη Κλειώ ήταν η Μούσα της ιστορίας
η Ευτέρπη της αυλητικής τέχνης
η Τερψιχόρη της λυρικής ποίησης (ενώ πιο παλιά ήταν η Μούσα του χορού)
η Ερατώ του υμέναιου και του γάμου, άρα και της ερωτικής ποίησης.
Η Μελπομένη ήταν η Μούσα της τραγωδίας
η Θάλεια της κωμωδίας,
η Ουρανία της αστρονομίας
και τέλος
η Πολύμνια της μιμικής, δηλαδή της παντομίμας.
μου αρεσει πολυ....
ΑπάντησηΔιαγραφή