Τρίτη 13 Μαΐου 2008

ΠΟΙΗΜΑ των ΙΝΚΑΣ

Πού είσαι εσύ,
που μου 'χεις κλέψει την ψυχή;
Πού είσαι, κύριε της καρδιάς μου;
Ποιος, χωρίς οίκτο,
έσβησε το μονοπάτι σου;
Ούτ' ένα δάκρυ δεν υπάρχει
πια στα μάτια μου,
Εξαντλήθηκαν-
Μονάχα η ηχώ στον πόνο μου αποκρίνεται.
Και το αίμα μου,
σταλαγματιά σταλαγματιά στερεύει.
*****
Dove sei tu, che mi hai rubato l'anima?
Dove sei tu, padrone del mio cuore?
Chi senza pietà ha cancellato la tua strada?
Nemmeno una lacrima è rimasta nei miei occhi,
Son tutte finite-
Soltando l'eco risponde al mio dolore
e si consuma goccia dopo goccia il mio sangue.
*****
Έλα, ας τρέξουμε κι οι δυο μαζί, χέρι με χέρι,
Ξοπίσω απ' τη ζωή,
Την ευτυχία ακολουθώντας.
Κι ας επιστρέψουμε στη γη πάλι θνητοί!
*****
Vieni, tienimi per mano e corri con me,
dietro alla Vita, seguendo la felicità...
E dopo ritorneremo sulla terra, ancora umani!
Ποίημα των Ινκας
Trad. Lunapienα

4 σχόλια:

  1. Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
    Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
    Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
    εμένα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
    τιμωρημένη
    ώρες και ώρες.
    Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
    δεν ονειρευόμουν — ανέβαινε
    φοβόμουνα και μου άρεσε.
    Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
    κάτι σαν την “ανάμνηση τον μέλλοντος”
    όλο δέντρα πον έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
    χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
    σαν εφηβαία — φοβόμουνα και μου άρεσε
    ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
    να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . .

    Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
    και μου χαμογελονσανε·
    κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: “δεσποινίς”
    φοβόμουνα και μον άρεσε.
    Ήταν οι “πάνω άνθρωποι” έτσι τους έλεγα
    δεν ήταν σαν τους “κάτω”·
    είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια”
    μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
    και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
    Ήταν θυμάμαι ” Ή Άννέτα με τα σάνταλα”
    ” Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης”
    το “Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει”
    (ναι θυμάμαι και αλλά)
    το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν
    αίφνης εκείνο το “Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί
    για σένα”.
    Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
    μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
    το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
    το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
    υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον
    αέρα
    φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
    κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
    τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
    φοβόμουνα και μου άρεσε
    το δωμάτιο μου ανέβαινε
    ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
    Είμαι από πορσελάνη καί μαγνόλια
    το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
    ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
    ένας απειροελάχιστος σεισμός
    που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
    δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
    και όμως η εναντίωση
    αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
    σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
    που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
    τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
    η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
    με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
    χειροκροτούσαν — απίστευτων χρόνων θραύσματα
    μετέωρα όλα.
    Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
    μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
    θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
    τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
    χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
    να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
    ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
    από τη συλλογή:"ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ"

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.

Lunapiena