Ο Βράχος και το Κύμα
«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο. «Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα, μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία. Aφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα, έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα, βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο, και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο, περήφανα μ’ εκοίταζες κ’ εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα, μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα, και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πού ’θε’ κάμω, με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο. Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη· τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι θα σε πατήσει στο λαιμό... Eξύπνησα λιοντάρι!...»
(Α. Βαλαωρίτη)
O βράχος εκοιμότουνε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται,
νεκρός σαβανωμένος.
Tου φώτιζαν το μέτωπο,
σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Oλόγυρά του ονείρατα,
κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Tο μούγκρισμα του κύματος,
την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά,
χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερ’ ανατρίχιασε,
λες θα λιγοψυχήσει.
«Kύμα, τι θέλεις από με
και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι σύ κ’ ετόλμησες,
αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;...
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»
«Bράχε, με λέν εκδίκηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήM’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση.
M’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά.
Πέσε, προσκύνησέ με.
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου,
βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές,
ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα,
σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια...
M’ έκαμες ξυλοκρέβατο...
M’ εφόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς...
Tο ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη...
Mέριασε, βράχε, να διαβώ,
επέρασε η γαλήνη·
καταποτήρας είμ’ εγώ,
ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου.»
O βράχος εβουβάθηκε.
ΑπάντησηΔιαγραφήTο κύμα, στην ορμή του,
εκαταπόντισε μεμιάς
το κούφιο το κορμί του.
Xάνεται μες στην άβυσσο,
τρίβεται, σβηέται, λιώνει
σαν να ’ταν από χιόνι.
Eπάνωθέ του εβόγκηξε,
για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κ’ εκλείστηκε.
Tώρα δεν απομένει,
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο
επάνω από το μνήμα.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
«Αυτό το κύμα σκίσανε οι Φοίνικες
ΑπάντησηΔιαγραφήμας φέραν την πραμάτεια τους
Η θάλασσα κράτησε τη γαλήνη της.
Αυτό το κύμα σκίσανε οι Κορίνθιοι
μας φεραν την ισχύ τους.
Η θάλασσα κράτησε την ταραχή της.
Αυτό το κύμα σκίσανε οι Γότθοι,
μας φέραν την καταστροφή,
η θάλασσα κράτησε την αιωνιότητά της.»
Γερ. Χυτήρης
Ἡ δάφνη καὶ τὸ ἀηδόνι
ΑπάντησηΔιαγραφήὝμνος εἰς τὸν θάνατον
τοῦ Ἕλληνος ποιητοῦ
Διονυσίου Κόμητος Σολωμοῦ.
Μαύρισε, κῦμα τὸν ἀφρό,
καὶ σεῖς βουνὰ τὸ χιόνι.
Γιατ᾿ ᾖλθε βαρυχειμωνιὰ
καὶ δὲ λαλεῖ τἀηδόνι,
τἀηδόνι ποὺ τραγούδησε
εἰς τοῦ βουνοῦ τὴν ράχη.
Κλᾶψτε βουνὰ καὶ βράχοι,
Τἀηδόνι δὲν λαλεῖ...
*
Καὶ σύ, δαφνούλα ἑλληνική,
φυλλόχλωρη δαφνούλα,
ἐσύ, ποὺ τἄνθη σου ἔλουζες
τὴ νύχτα στὴ δροσούλα,
γιὰ νὰ σὲ βλέπει ὄμορφη
καὶ νὰ σὲ καμαρώνει
πές μου γιατί τἀηδόνι,
δαφνούλα, δὲ λαλεῖ;...
*
Τοῦ μύρισεν ἡ ἄνοιξη
ποὺ πλάκων᾿ ἀπὸ πέρα
καὶ λαίμαργο θὰ σώφυγε
ψηλὰ μὲς τὸν αἰθέρα,
πρῶτο νὰ πάγει νὰ τὴν βρῇ
καὶ νὰ τὴν ἀπαντήσῃ,
γλυκὰ νὰ τὴ φιλήσῃ,
καὶ νἄλθουνε μαζί.
*
Ἄχ! Πότε νἄλθ᾿ ἡ ἄνοιξη,
νὰ δῇς ἂν θὰ γυρίσει!
Ἄχ! Πότε τὸ τριαντάφυλλο,
δαφνούλα, μοῦ ν᾿ ἀνθίση,
νὰ πᾶς νὰ βρῇς τὰ φύλλα του
νὰ νοιώσεις τὴν ὀσμή του!...
Ποιὸς ξεύρει τὴν πνοή του
μὴν εὕρῃς μέσα ἐκεῖ;
*
Ἄχ! Πότε νἄλθ᾿ ἡ ἄνοιξη,
νὰ λυώσουνε τὰ χιόνια,
νὰ πάψουν τἀστραπόβροντα,
νἀλθοῦν τὰ χελιδόνια,
γιὰ νὰ τοὺς πῇς, δαφνούλα μου,
τὴν ἄσπλαχνή σου μοῖρα;
Ποιὸς ξεύρει, μαύρη χήρα,
κ᾿ ἐκεῖνα τί θὰ ποῦν.
Παρηγορήσου, δάφνη μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήγιατὶ δὲν εἶσαι μόνη
ποὺ καρτερεῖς τὸ φίλο σου,
ποὺ καρτερεῖς τἀηδόνι.
Νἄξευρες πόσα κόκκαλα
καὶ σπλάχν᾿ ἀνδρειωμένα
στὸ μνῆμα ξαπλωμένα
μὲ σὲ τὸ καρτεροῦν.
*
Τὸ λάλημά σου τἄκουσαν
στὴν πρώτη παρουσία
σὰν τοῦ πολέμου σάλπιγγα,
σὰν ἄλλη τρικυμία,
κ᾿ εὐθὺς ἐπάνω στ᾿ Ἄγραφα
βροντοῦν ἀστροπελέκια,
ἀνάφτουν τὰ τουφέκια,
καὶ λάμπουν τὰ σπαθιά.
*
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ πολεμούσανε
οἱ μαῦρ᾿ οἱ πεθαμένοι,
τἀηδόνι μὲ τὸ λάλημα
τὸ αἷμα τοὺς ζεσταίνει,
καὶ σὰν ἐμοιρολόγησε,
καὶ σὰν ἐτραγουδοῦσε
ἡ δάφνη πάντ᾿ ἀνθοῦσε,
ἀνθοῦσε κ᾿ ἡ μυρτιά.
*
Ὁ φοβερὸς ἀντίλαλος
στὸ Μισολόγγι φθάνει
τὴν ὥρα ποὺ τοῦ κλούσανε
τὰ μάτια νὰ πεθάνῃ,
τὴν ὥρα ποὺ ὁ δεσπότης του
φλόγα, καπνὸ ντυμένος,
ἀνέβαινε καμένος
στὸν οὐρανὸ ψηλά.
*
Ὤ! τί γλυκὸ νανάρισμα!
Ἀνήκουστη ἁρμονία!
Τοῦ ἀηδονιοῦ τὸ λάλημα
γιὰ κεῖνα τὰ θηρία,
σὰν ἐψυχομαχούσανε
κι᾿ ἁπλώσανε τὸ σῶμα
στὰ αἵματα, στὸ χῶμα
νὰ κοιμηθοῦν βαθειά.
*
ΑπάντησηΔιαγραφήἘπέρασε τὸ λάλημα
λόγγους, βουνά, λιβάδια,
καὶ τὸ νεράκι, πὤτρεχε
κρυφὰ μὲς στὰ λαγκάδια,
χαρούμενο σὰν τἄκουσε
μὲς τὸν ἀφρὸ τὸ παίρνει
καὶ τρέχοντας τὸ φέρνει
στὸ κῦμα τοῦ γιαλοῦ.
*
Κ᾿ εὐθὺς τὸ κῦμα φούσκωσε,
ἐμάνιωσε, θεριεύει,
βλέπει τὴ γῆ ἐλεύθερη
καὶ βράζει καὶ ζηλεύει,
βογγάει κι᾿ ἀνδρειεύεται,
ἀφρίζει, μεγαλώνει
καὶ τὴν κορφὴ ψηλώνει
σὰν τὴν κορφὴ βουνοῦ.
*
Ἄχ! Τότε πόσα βλέμματα,
πἀστράφταν σὰν ἀστέρια,
ἐκύτταξαν τὴ θάλασσα.
καὶ πόσα, πόσα χέρια,
σὰν νάταν ἀπὸ μάρμαρο,
βαρειὰ κι᾿ ἀνδρειωμένα
ἐδεῖχναν τεντωμένα
τὸ κῦμα στὸ γιαλό.
*
Γιατί κρυφὸς χτυπόκαρδος
τοὺς εἶπε πὼς θὰ ἰδοῦνε
μιὰ μέρα ν᾿ ἀνεμίζουνε,
στ᾿ ἀγέρι νὰ πετοῦνε
φλάμπουρα γαλανόλευκα,
σὰν κύματ᾿ ἀφρισμένα
περήφαν᾿ ἁπλωμένα
σὲ πέλαγο ἐθνικό.
Ὡστόσο πάντα ἡ θάλασσα
ΑπάντησηΔιαγραφήγρούζει, βογγά, μουγκρίζει,
πάντα σπαράζει, δέρνεται,
βράχους, βουνὰ κλονίζει..,
Κρύψου βαθειὰ στὰ σύγνεφα
καὶ μὴ φανῇς, φεγγάρι,
δὲ βλέπεις τὸν Κανάρη
ποὺ στὴ βοὴ ξυπνᾷ;
*
Ἐξύπνησε σὰ βάρυπνος,
πετιέτ᾿ ἀπὸ τὸ μνῆμα
καὶ τρέχει κι᾿ ἀγκαλιάζεται
μὲ τἄγριο τὸ κῦμα,
καὶ δένουνε ἀχώριστη
καὶ τρομερὴ φιλία
δυὸ ἄσπονδα στοιχεῖα,
τὸ κῦμα κ᾿ ἡ φωτιά.
*
Καὶ σὰν ἀνταμωθήκανε
κ᾿ ἐβγῆκαν ν᾿ ἀρμενίσουν
πλακώνει μαῦρος θάνατος
ἐκείνους π᾿ ἀπαντήσουν.
Εἶναι πλατὺ κ᾿ εὐρύχωρο
τὸ μνῆμα τῆς θαλάσσης...
Κανάρη μὴ δειλιάσῃς,
θυμήσου τὰ Ψαρά.
*
Γιατί, γιατί δὲν ἤμουνα
τοῦ κεραυνοῦ σου ἀχτίδα,
γιατί κ᾿ ἐγὼ τῆς θάλασσας
δὲν ἤμουν μία ρανίδα
νἄλθω μ᾿ ἐσένα συντροφιά,
Κανάρη κειὸ τὸ βράδυ,
σὰν ἄνοιξες τὸν ᾅδη
κ᾿ ἔφαγες τὴν Τουρκιά.
*
Γιὰ νὰ σοῦ λέγω πάντοτε:
-Κανάρη, μὴ δειλιάζῃς
νὰ καῖς, νὰ πνίγῃς, νὰ χαλᾷς,
τοὺς ἄπιστους νὰ σφάζῃς,
κι᾿ ἀνάμεσα στὰ γαίματα
ν᾿ ἀνάφτω τὴν ὀργή σου
φωνάζοντας, «θυμίσου
τὰ λόγια τἀηδονιού»;
*
Τὰ λόγια ποὺ σοῦ ἐλάλησε
γλυκὰ στὸ περιβόλι,
τότε σὰν ᾖλθε σκούζοντας
τὸ ἔρμο ἀπὸ τὴν Πόλη,
καὶ σοὖπε πῶς ἀπάντησε
ἅγιο κορμὶ πνιγμένο
στὴν ἄκρη πεταμένο
τοῦ ἔρημου γιαλοῦ.
*
Καὶ σοὖπε πῶς ἐσίμωσε
γιὰ νὰ τὸ ψηλαφήσῃ,
καὶ βλέπει.. κι᾿ ἀνατρίχιασε...
Καὶ πέφτει νὰ φιλήσῃ.
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἐπλησίασε
στὸ μάρτυρα τὰ χείλη,
σχοινὶ γιὰ πετραχἠλι
τοῦ βλέπει στὸ λαιμό.
*
Καὶ τόσο ἀσπλαχν᾿ ἡ θηλειὰ
τὸν Πατριάρχη σφίγγει,
τόσο τοῦ χώνεψε βαθειὰ
πὤκοψε τὸ λαρύγγι,
κι᾿ ἄνοιξε στόμα δεύτερο,
ποὺ μέρα νύχτα κράζει
καὶ πάντα σᾶς φωνάζει:
«Ἐκδίκησι ζητῶ».
Τὸ φοβερὸ τὸ μήνυμα
ΑπάντησηΔιαγραφήσὰν ἔφερε τἀηδόνι,
τραβιέτ᾿ ἐπάνω στὰ βουνὰ
καὶ τὰ φτερὰ διπλώνει
κι᾿ ἀναγαλιάζει βλέποντας
τὴ δάφνη του ν᾿ ἀνθίζῃ
κι ἄνοιξη νὰ μυρίζῃ
στὰ μαῦρα ὀρφανά.
*
Τριάντα χρόνοι ἐπέρασαν
σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!
Καὶ πάντα παραμόνευε
κ᾿ ἐρώτα τὸν ἀγέρα,
ποὺ φύσαγε ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο,
τί μήνυμα τοῦ φέρει
κι᾿ ἂν ἔλαμψε τἀστέρι
στοῦ Πίνδου τὰ βουνά.
*
Ὤ! τί χαρὰ ποὺ τὤπιασε
τὸ ἔρημο τἀηδόνι!
Ἀμέσως ἀναφτέριασε,
πετᾷ καὶ ξανανειώνει,
σὰν ἔμαθε, σὰν ἄκουσε
ψηλὰ στὴ Θεσσαλία
ν᾿ ἀνοίγει τὰ μνημεῖα
τοῦ Πέτρου τὸ σπαθί.
*
Θυμήθηκε τὰ νειώτα του,
τὴν πρώτη τη λαλιά του,
κ᾿ ἀρχίνησε τὸ λάλημα
κρυφὰ στὴν ἐρημιά του...
Δαφνούλα μου, τί σὤμελλε.
ἐκεῖνα του τὰ λόγια
νὰ γένουν μοιρολόγια
κ᾿ ἡ ἔσχατη πνοή.
*
Τώρα τὰ κρύα κόκκαλα
ποιὸς θἄλθη νὰ τὰ κράξη,
ποιὸς ἄγγελος ἀνάσταση
θἄλθῃ νὰ τοὺς φωνάξῃ,
καὶ ποιὸ πουλὶ θὰ νἄρχεται
χαρούμενο τὸ βράδυ
ἐλπίδες μὲς στὸν ᾅδη
νὰ φέρνει καὶ χαρά;
*
Ἂς σφραγισθοῦν τὰ μνήματα
καὶ πάλ᾿ ἂς χορταριάσουν
οἱ πεθαμένοι ἂς ἁπλωθοῦν,
στὸ μνήμ᾿ ἂς ἡσυχάσουν.
Ποιὸς ξεύρει πόσες ἄνοιξαις
θὰ νὰ διαβοῦν καὶ χρόνοι
ποὺ δὲ θὰ ἰδοῦν ταηδόνι
καὶ τὴν πρωτομαγιά!
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Τὸ Ξερριζωμένο Δέντρο
ΑπάντησηΔιαγραφή[ἀπόσπασμα]
«Δέντρο, πῶς κοίτεσαι νεκρὸ στὸν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ μου;
Ποιὸ χέρι σὲ ξερρίζωσε, ποιὰ δύναμη σ᾿ ἐπῆρε
ἀπὸ τὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ σ᾿ ἔρριξε στὸ κῦμα;...
Ἐσένα τὰ γεράματα δὲ σ᾿ εἶχαν σαρακώσει
στὰ ἀτάραγα κλωνάρια σου ἑκατοστάδες χρόνοι
χωρὶς νὰ τὰ λυγίσουνε, ἐστέκαν σωριασμένοι,
στὴ σιδερένια φλούδα σου, χωρὶς νὰ τήνε γδάρῃ,
τοῦ λόγγου τ᾿ ἀγριοδάμαλο τὰ κέρατα ἐτροχοῦσε.
Πές μου, πῶς κοίτεσαι νεκρό, ρουπάκι, στὸ γιαλό μου;»
«Κατέβαινε ὁλοφούσκωτο προχθὲς τὸ Δημοσάρι,
μουγκρίζοντας στὸ διάβα του, σὰ νὰ ζητοῦσε ἀμάχη.
Δὲν τὸ βαστοῦσαν ριζιμιά, δὲν τὸ κρατοῦσαν σφάχτες,
στὸ πέρασμά του ἐγέρνανε σὰν νὰ τὸ προσκυνοῦσαν
οἱ σχῖνοι, τ᾿ ἀγριοπρίναρα. Τὸ κῦμα στὸ θυμό του
ἐρροβολοῦσε πάντα ἐμπρός, θεότυφλο, ὠργισμένο,
καὶ πέφτει κατακέφαλα μ᾿ ὅλη τὴν ἀνδρειά του
γιὰ νὰ ρουφήξῃ ἕνα κοντρὶ ποὺ τὤφραξε τὸ δρόμο.
Ἔστεκα ἐγὼ κ᾿ ἐκύτταζα, κι ἀπ᾿ τὴ βουβὴ τὴν πέτρα
ἄκουσα τότε μιὰ φωνὴ σὰν νά ῾βγαινε ἀπ᾿ τὸν ᾅδη.
«Πέρνα, ποτάμι, μέριασε, σύρε νὰ σκιάζῃς ἄλλους,
ἐμὲ μ᾿ ἐπάτησε βαρὺ ποδάρι ἀνδρειωμένου,
μ᾿ ἐστοίχειωσε τὸ αἷμα του, κ᾿ εἶμαι θεμελιωμένο
γιὰ νὰ φωνάζω ἀνάθεμα σ᾿ ἐκείνους ποὺ προδίνουν.
Εἶμαι τ᾿ Ἀργύρη τὸ κοντρί, εἶμαι τ᾿ Ἀργύρη ὁ τάφος».
[...]
Ξέγνοιαστη τότε ἀνέμιζε, σὰν νά ῾τανε ξεφτέρι,
ἀκαταδάμαστη ἡ ψυχή, κι ἔπαιρνε γιὰ λημέρι
πότε τὰ πεῦκα τοῦ βουνοῦ πότε τὰ κυπαρίσσια
καὶ πότε ἐφώλιαζε κρυφὰ μέσα στὰ ρημοκκλήσια,
κ᾿ ἐγύρευε φαντάσματα. Μονάχη, ἀποσταμένη
εὐρίσκ᾿ ἐκεῖ παρηγοριά... Τὴ νύχτα οἱ πεθαμμένοι
τὴν ἔπαιρναν πνεμματικὸ κ᾿ ἐκείνη γιὰ λουλούδια
τοὺς ἔρριχνε μνημόσυνα, τοὺς ἔδινε τραγούδια.
Ὅταν κ᾿ ἐσὺ τὸ δύστυχο, χλωρὸ καὶ στολισμένο,
ΑπάντησηΔιαγραφήἐσήκονες μεσουρανὶς τ᾿ ἀλύγιστα κλωνάρια,
βελάζοντας στὸν ἴσκιο σου ἔτρεχε τὸ κοπάδι,
ὁ πιστικὸς χαρούμενος σ᾿ ἀγάπαε σὰν πατέρα.
Χῆρες γρηές, πανόρφανες καὶ ξετραχηλισμένες
σοῦ ἐπαῖρναν τ᾿ ἀντιρρίμματα, ὡσὰν ἐλεημοσύνη,
κι ὅταν τὰ ρίχναν στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυρα στὰ θράκια,
μὲ τὸ φτωχὸ προσάναμα τὴ νήστεια ἀποκοιμοῦσαν,
τότε σ᾿ εὐχολογούσανε κ᾿ ἐλέγαν στὴν Παρθένο
νὰ σοῦ στοιχειόνῃ τὰ κλαριά, νὰ σοῦ χαρίζῃ χρόνια...
Τώρα, νεκρὸ στὸν ἄμμο μου, θὰ σὲ θυμοῦνται τάχα;...
Ἐμαραθήκανε γιὰ μᾶς τοῦ κόσμου οἱ πρασινάδες.
Ἐσένα σ᾿ ἐξερρίζωσε τὸ κῦμα στὴν ὀργή του,
ἐμὲ μοῦ τρώγουν τὴν καρδιὰ ἀχόρταγες ἐλπίδες.
Νά ῾ξερες πῶς τὲς ἔτρεφα! Καὶ τώρα μία μία
μαραίνονται καὶ πέφτουνε σὰ φύλλα τὸ χειμῶνα.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Ο Ἀριστοτέλης - Μόσχος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα τη 1η Σεπτέμβρη τοῦ 1824. Ήταν απόγονος οἰκογένειας με ἔντονη ἀγωνιστικὴ δράση στα ἐπαναστατικὰ χρόνια (ἁρματολοὶ της Δ. Ελλάδας) έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην αγγλοκρατούμενη Λευκάδα, απολαμβάνοντας τὰ προνόμια που του εξασφάλιζαν οι ανθηρὲς ναυτιλιακὲς και εμπορικὲς επιχειρήσεις του πατέρα του, Ιωάννη Βαλαωρίτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα πρώτα μαθήματα πήρε στην ιόνιο Σχολή και συνέχισε στην Ιταλία, στην Ελβετία κατόπιν, για να καταλήξει στὸ Παρίσι, που γράφεται στὴ Νομικὴ Σχολὴ (1844).
Δεν ολοκληρώνει όμως τις σπουδές του, γιατί αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα, λόγω προβλημάτων Υγείας. Το πτυχίο του το πήρε απὸ το πανεπιστήμιο τῆς Πίζας στὴν Ἰταλία (1848).
Το 1852 ο Βαλαωρίτης παντρεύεται την Ελοιζα Τυπάλδου και ένα χρόνο μετά το γάμο επιστρέφουν να ζήσουν στη Λευκάδα. Απέκτησαν επτὰ παιδιά.
Τὸ 1853, ο Βαλαωρίτης συντάσσεται με τη φιλελεύθερη παράταξη των ριζοσπαστικών και γίνεται ένθερμος υποστηρικτὴς της ένωσης της Επτανήσου με την κυρίως Ελλάδα.
Τέσσερα χρόνια αργότερα (1857) εκλέγεται βουλευτὴς της Ιονίου Βουλής και επιδεικνύει έντονη πολιτική δράση μέχρι την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλαδα.
Το 1865 καὶ τὸ 1868 εκλέγεται βουλευτὴς με το κόμμα του Ἀλεξάνδρου Κουμουνδούρου.
Η νοθεία στὶς εκλογὲς του 1868, ὅμως, καθὼς και άλλα πολιτικὰ γεγονότα της περιόδου θα τον απομακρύνουν οριστικὰ απὸ την ενεργὸ πολιτικὴ δράση.
Απὸ τὸ 1847, σαν φοιτητής, ο Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης τυπώνει τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, τὰ "Στιχουργήματα". Δέκα χρόνια αργότερα, τὸ 1857, θὰ ἔρθει ἡ δεύτερη ἔκδοσή του τὰ Μνημόσυνα, μιὰ συλλογὴ δώδεκα ποιημάτων ελεγειακου τόνου καὶ ύφους, με θέμα τους θανάτους προσφιλών προσώπων συνυφασμένους μὲ τὴν τουρκικὴ καταπίεση που γνώρισε η Ελλάδα, ποιημάτων ποὺ προδίδουν τη ρομαντικὴ τάση του ποιητή φορτισμένη, όμως, με το εθνολατρικο στοιχείο.
Το πιὸ μεγαλόπνοο, έργο του είναι το ποίημα Φωτεινός, μα, ο ποιητὴς δὲν προφταίνει να το ὁλοκληρώσει. Ἐπεξεργάστηκε μονάχα τα τρία πρώτα «ᾄσματα», τὰ οποία, ωστόσο, λειτουργούν ως επαρκὲς δείγμα μιας ποιητικής ωριμότητας, ποὺ δὲν πρόφτασε, δυστυχώς, νὰ λάβει τελικὴ μορφή.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε το 1879 απὸ καρδιακὴ προσβολή, σε ηλικία μόνο 55 ετών.