K. Kariotakis
........
(1896-1928)....
è nato a Tripolis, Grecia il 30 ottobre 1896, a causa della professione del suo padre, Kariotakis ha passato la sua vita spostandosi da un posto ad altro. Ha cominciato a scrivere e pubblicare la poesia gia' all'età di 16 anni. Ha finito la sua vita, a Preveza, il 21 luglio 1928!Il suo primo libro di poesie, "il dolore degli uomini e le cose" , è stato pubblicato in 1919; ed il terzo ed ultimo, "Elegies e Satires" , in 1927.
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
"Se come un' ombra fossi anullato..."
ΑπάντησηΔιαγραφήK. Kariotakis
Se come un'ombra fossi anullato il mio sogno
e se perdessi la mia gioia per sempre,
e se mi trascinassi nella polvere del mondo
come un uccello con ali spezzati...
e se si fossi appassito prima di fiorire
il fiore del giardino del mio cuore,
anche se non potrebbe mai piu' cantare
il canto libero del mio cuore...
anche se ho gia sepolto la mia vita,
nel piu' profondo dolore del cuore,
pulita e azzurra rimane la mia anima
quando verso l'alto il cielo guardo...
e il mare che si muove avanti e indietro,
offrendo alla sabbia la sua umidita'...
mi parlera' per quella nostra costa amata
e mi raccontera' la nostra Vita passata.
K.Kariotakis
(trad. Lunapiena)
"Κάνε τον πόνο σου άρπα
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι γίνε σαν αηδόνι
πικροί αν έλθουν χρόνοι
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πει τονε τραγούδι...
Κ. Καρυωτάκης
Cerca di fare arpa Il tuo dolore
e diventa un usignolo
se arrivassero tempi amari
cerca di fare arpa il tuo dolore
e lasciati cantare...
K. Kariotakis
(trad. Lunapiena)
Sono il giardino un tempo fragrante dei suoi fiori,
ΑπάντησηΔιαγραφήe pieno d’un grazioso cinguettìo d’uccellini:
qui, nell’ombra, la notte,
tra colloqui segreti
e un sussurìo di baci,
camminava l’amore.
Sono il giardino
a lungo rimasto nello stesso
posto, mentre aspettava
qualche ritorno, invano.
Ora è stato sepolto da rovi,
non da fiori;
i suoi usignoli tacciono,
e i serpenti lo soffocano.
Kostas G. Kariotakis
Sulla Sabbia ERIGE le sue OPERE l'UOMO...
ΑπάντησηΔιαγραφήed il TEMPO come un RAGAZZO le DISTRUGGE,
le DEMOLISCE a calci...
K. Kariotakis
ma....
Mettero' i miei SOGNI su una Nave
Per farli Navigare a lungo....
E RIDERO'....
e PIANGERO'.....
Guardando la LUNA.
K. Kariotakis
trad. Lunapiena
Kostas Kariotakis
ΑπάντησηΔιαγραφήNoi siamo cetre...
Noi siamo cetre un poco sgangherate.
Il vento, quando passa sulle corde,
come catene sospese, risveglia
dei versi, dei rumori dissonanti.
Noi siamo antenne un poco singolari.
Come dita s’innalzano nel caos,
in cima ad esse echeggia l’infinito,
ma ben presto cadranno giù, spezzate.
Noi siamo sensazioni un po’ disperse
senza speranza di concentrazione.
Nei nostri nervi tutto si confonde.
Ci duole il corpo, duole la memoria.
Ci scacciano le cose, e la poesia
è il rifugio che sempre più invidiamo.
da Elegie e satire, 1927
trad. Filippomaria Pontani
I miei Versi
ΑπάντησηΔιαγραφήI miei Versi ,sono figli del mio sangue.
Parlano, ma do loro le parole
come fossero pezzi del mio cuore
o lacrime sgorgate dai miei occhi.
Con un sorriso amaro vanno in giro,
perché insisto a dipingere la vita.
Li rivesto di sole e giorno e sole,
che cingeranno quando annotterò.
Signoreggiano in cielo e sulla terra.
Ma si chiedono cosa ancora manchi
per vincere stanchezza e noia, figli
che per madre conobbero la Pena.
Invano spargo il riso del motivo
più tenero, o del flauto la passione:
sono per loro un re inesperto,
che ha perduto l’affetto del suo popolo.
E languono, si spengono, e giammai
non smettono di piangere pian piano.
Mentre passi, o Mortale, guarda altrove;
o Lete, qua la nave tua, che sàlpino.
K.Kariotakis
Noi siamo cetre un poco sgangherate.
ΑπάντησηΔιαγραφήIl vento, quando passa sulle corde,
come catene sospese, risveglia
dei versi, dei rumori dissonanti.
Noi siamo antenne un poco singolari.
Come dita s’innalzano nel caos,
in cima ad esse echeggia l’infinito,
ma ben presto cadranno giù, spezzate.
Noi siamo sensazioni un po’ disperse
senza speranza di concentrazione.
Nei nostri nervi tutto si confonde.
Ci duole il corpo, duole la memoria.
Ci scacciano le cose, e la poesia
è il rifugio che sempre più invidiamo.
K.Kariotakis
“Ho avuto la vertigine del pericolo.
ΑπάντησηΔιαγραφήE il pericolo che è venuto
lo accetto con cuore aperto.
Pago per quanti, come me,
non vedevano alcun ideale
nella loro esistenza,
sono restati sempre vittime
delle loro esitazioni,
o hanno considerato la loro vita
un gioco privo di sostanza.
Li vedo venire sempre più numerosi,
col passare dei secoli.
A loro mi rivolgo […]”.
K. Kariotakis
O Κ. Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ πατέρας του ήταν από τη Συκιά της Κορινθίας, και η μητέρα του,
η Αϊκατερίνη Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Στα παιδικα του χρόνια αναγκαστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής, λόγω της εργασίας του πατέρα του. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, τα Χανιά.
Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Δεκαεπτά χρονών έρχεται στην Αθήνα, και γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα τέλη του 1917 πήρε το πτυχίο του, στη Νομική Σχολή.
Διορίστηκε υπάλληλος (υπουργικός γραμματέας Α) στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Μετά την οριστική απαλλαγή του από το στρατό, τοποθετήθηκε στη Νομαρχία Σύρου κι ύστερα βρέθηκε για μερικούς μήνες να ασκεί καθήκοντα νομάρχη στην Αρτα. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Αθήνα και υπηρέτησε στη Νομαρχία Αττικής.
Αισθανόμενος απέχθεια για την κρατική γραφειοκρατία την καυτηριάζει συχνά. Αυτό του στοιχίζει αντιπάθεια και διώξεις από τους ανωτέρους του, με αποτέλεσμα να μετατεθεί πολλές φορές στην επαρχία. Γνωρίζει έτσι τη μιζέρια και την ανία της.
To Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή "ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων". Με τον φίλο του Αγη Λεβέντη εκδίδει τον ίδιο χρόνο το σατιρικό περιοδικό "Η Γάμπα".
Παρά την επιτυχία του το περιοδικό κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί απαγορεύεται η έκδοσή του.
Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα "Νηπενθή".
Την εποχή αυτή συνδέεται στενά με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία (Ρώμη), Γερμανία και Ρουμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδίδει την τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και Σάτιρες".
Το Φεβρουάριο του 1928 αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Αισθανόμενος ανία, θλίψη και απόγνωση για τη ζωή στη Πρέβεζα, στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα και τη μικρότητα που κυριαρχεί στην τοπική κοινωνία. Στις 20 Ιουλίου αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του. Αποπειράται να αυτοκτονήσει πέφτοντας γυμνός στην θάλασσα και προσπαθόντας μάταια επί δέκα ώρες να πνιγεί. Δεν τα καταφέρνει όμως γιατί ήταν καλός κολυμβητής.
Το πρωί της επομένης ημέρας αυτοκτονεί με όλπο. Στην τσέπη του αφήνει το τελευταίο του σημείωμα.
Μυγδαλιά
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
Κι αλοίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...
Κ. Καριωτάκης
Μπαλάντα στους άδοξους Ποιητές
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»
Κ. Καριωτακης
Σε παλαιό Συμφοιτητή
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Κ. Καριωτάκης
Αχ, όλα έπρεπε να 'ρθουν καθώς ήρθαν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.
Ετσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν' αφήσω κάποιο δείλι.
Τα ωραία κι απλά κορίτσια -- ω, αγαπούλες! --
η ζωή να μου τα πάρει, χορού γύρος.
Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,
να με βαραίνει στείρος.
Ολα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να 'ναι,
να παίζουνε τ' αστέρια εκεί σαν μάτια
και σα να μου γελάνε.
Κ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ
Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
ΑπάντησηΔιαγραφήτους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το προτραίτο του Dorian Gray
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.
Κ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ
Επιστροφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ δεν επλανήθηκα σε δάση απάρθενα, βουερά,
μηδέ η ριπή μ' εχτύπησε του ωκεάνειου ανέμου.
Σκλάβο πουλί, τ' ανώφελα πηγαίνω σέρνοντας φτερά
και δε θα ιδώ τους ουρανούς που νοσταλγώ, ποτέ μου.
Μα πάντα, ω φύση, αλίμονο! πόσο η ψυχή μου ταπεινή
λάτρισσα στο παραμικρό γίνεται μάντεμά σου,
και πόσο, τώρα που η βραδιά θα πέσει φθινοπωρινή,
το καθετί περσότερο μου λέει την ομορφιά σου!
Με μιαν ακρούλα σύννεφου ταξιδεμένου με καλείς,
με το χρυσίο χαμόγελο του μαραμένου βρύου,
μ' ένα χορτάρι ανάμεσα στις πλάκες όλες της αυλής,
που το σαλεύει μοναχό η πνοή του Σεπτεμβρίου.
Και τη φωνή σου ακούγοντας, τη μυστικιά, τη δυνατή,
ω φύση, θα 'ρθω κάποτε φέρνοντας το σταυρό μου.
Θα' ναι το χώμα σου ελαφρό, και θα 'ναι πάντα ονειρευτή
η ώρα με τ' αναπάντεχο τέλος του μάταιου δρόμου!
από "Ελεγείες και Σάτιρες"
Κ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ,
ΑπάντησηΔιαγραφήστο έρμο νησί, στο χείλος του κόσμου,
δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό,
με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί,
που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακρυά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή μας διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
με θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει,
όσο αν γελά η αχτίνα
του 'ηλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ...
Νέοι, και μας άφησαν εδώ,
μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται
στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε
τί νά 'χουμε, τί νά 'χω,
που σβήνουμε όλοι,
φεύγουμε έτσι νέοι,
σχεδόν παιδιά!
Κ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤA
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων (1919)
1. ΘΑΝΑΤΟΙ
2. GALA
3. ΧΑΜΟΓΕΛΟ
4. ΖΩΕΣ
5. ΑΝΟΙΞΗ
6. ΝΥΧΤΑ
7. ΜΥΓΔΑΛΙΑ
8. ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
9. ΑΓΑΠΗ
10. ΘΑΛΑΣΣΑ
Νηπενθή (1921)
1. Οι Στίχοι Μου
2. Γυρισμός
3. Ευγένεια
4. Δον Κιχώτες
5. Πολύμνια
6. Ποιητές
7. Μπαλάντα
Η Σκιά Των Ωρών
1. Δέντρο
2. Χαρά
3. Σε παλαιό συμφοιτητή
4. Στροφές
5. Το φεγγαράκι απόψε...
6. Γραφιάς
7. Αθήνα
8. Πάρε τα δώρα...
9. Πεθαίνοντας
Νοσταλγικά
1. Μόνο
2. Δρόμος
3. Η ψυχή μου
4. Ύπνος
5. Αφιέρωμα
6. Τώρα που μήτε ο έρωτας
7. Εσπέρα
8. Μοναξιά
9. Κι αν έσβησε σαν ίσκιος...
10. Του αδελφού μου
Ελεγεία και Σάτιρες (1928)
1. Υστεροφημία
2. Τελευταίο Ταξίδι
3. [Ο κήπος είμαι...]
4. [Ολα τα πράγματα...]
5. [Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ...]
6. Επιστροφή
7. Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί...
8. [Δέντρα μου...]
9. [Μικρά -- Χωρίς τίτλο]
10. Οι Αγάπες
11. Κριτική
12. [Ενα ξερό δαφνόφυλλο...]
13. Παιδικό
14. [Θέλω να φύγω πια...]
15. Βράδυ
16. [Ω, Βενετία...]
17. Ηλύσια
18. [Σα δέσμη από τριαντάφυλλα...]
19. Ωδή σε ένα παιδάκι
20. Ιστορία
21. [Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες...]
22. [Ποια θέληση Θεού μας κυβερνάει...]
23. Ανδρείκελα
24. [Τι να σου πώ...]
25. Τάφοι
26. Επίκλησις
27. [Οταν άνθη εδένατε...]
28. Φθορά
Ηρωική Τριτολογία
1. Διάκος
2. Κανάρης
3. Byron
Σάτιρες
1. Στο Αγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο
2. Εις Ανδρέαν Κάλβον
3. Αποστροφή
4. Oλοι μαζί...
5. Δημόσιοι Υπάλληλοι
6. Ο Μιχαλιός
7. Υποθήκαι
8. Ωχρά Σπειροχαίτη
9. Δελφική Εορτή
10. [Επρόδωσαν την αρετή...]
11. Η πεδιάς και το νεκροταφείον
12. Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον
13. Σταδιοδρομία
14. Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο
15. Ιδανικοί Αυτόχειρες
16. Δικαίωσις
17. Κυριακή
18. Αισιοδοξία
19. Πρέβεζα
20. [Oταν κατέβουμε τη σκάλα...]
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτή τη γη,
ΑπάντησηΔιαγραφήσα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Κ. Καριωτάκης
Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
ΑπάντησηΔιαγραφήμια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω! μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!
Κ. Καρυωτάκης
Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές και λύπες άθλιες
ΑπάντησηΔιαγραφήμε περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί,
στην πόρτα μου τουλίπες, τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.
........................
Οι ώρες μ' εχλώμιαναν,
γυρτός που βρέθηκα ξανά
στα αχάριστο τραπέζι
(Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο
στον τοίχο αντικρυνά
ο ήλιος γλυστράει και παίζει).
Διπλώνοντας το στήθος μου,
γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου).
Απόκαμα...
θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου
δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα νάχουν βγει σε τάφο).
Κ. Καριωτάκης
............
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι πια τραγούδι αυτό,
δεν είναι αχός ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνη
σαν τελευταία κραυγή,
στα βαθη της νυχτός,
κάποιου πόχει πεθάνει.
........................
"Κάνε τον πόνο σου άρπα
και γίνε σαν αηδόνι
πικροί αν έλθουν χρόνοι
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πει τονε τραγούδι.
Κ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ
Γιώργη Χολιαστού
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ KAI ΟΙ ΓΎΝΑΙΚΕΣ
"Στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση".
Αυτά γράφει ο Αγγελος Βογασάρης μιλώντας για τις αιτίες που έσπρωξαν στο θάνατο τον Καρυωτάκη.
Ενώ στον Καρυωτάκη, που δεν ήταν "φυσιολογικός", η θλίψη δεν υποχώρησε μπρος στην αγωνιστική διάθεση.
Αλλά ποιος είναι φυσιολογικός άνθρωπος; Είναι
εκείνος που βασανίζεται από τα μεγάλα ερωτήματα
της ζωής ή εκείνος που διάγει μια ζωή ζωώδη-ζωή
που δεν σηματοδοτεί κανένα βαθύ νόημα, που δεν την ταράζει καμιά βαθιά αγωνία;
Αν φυσιολογικός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της
δεύτερης περίπτωσης, τότε φυσιολογικός άνθρωπος
είναι ένας άνθρωπος χωρίς σκέψη, ένα ον που έχει
μόνον ένστικτα, ένα άλογο ον.
Αυτός ο άνθρωπος όμως κι ας έχει το εξωτερικό
σχήμα του ανθρώπου, δεν είναι άνθρωπος.
Η πρόταση λοιπόν: "στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση", δε στέκει λογικά, γιατί ένα άλογο ον δε νιώθει θλίψη ούτε λύπη. Αυτό το λάθος κάνει ο Βογασάρης όταν λέει πως ο φυσιολογικός άνθρωπος είναι εκείνος που η αγωνιστική του διάθεση κάνει τις θλίψεις του να υποχωρούν. Νομίζει αυτό το ον "φυσιολογικό άνθρωπο", ενώ αυτό δεν είναι ούτε άνθρωπος καν, ώστε και TO επίθετο "φυσιολογικός" δεν έχει θέση εδώ, αφού βγαίνει εκ των πραγμάτων από τη μέση το ουσιαστικό που το επίθετο αυτό θέλει να προσδιορίσει.
Αντίθετα, όποιος νιώθει θλίψη και στενοχώρια, αυτός
είναι όχι πια φυσιολογικός άνθρωπος, αλλά απλά
άνθρωπος.
Άνθρωπος που θέτει τα βασανιστικά ερωτήματα
στον εαυτό του Κι αυτό αρκεί για να τον κάνει
άνθρωπο. Η θλίψη και η «στενοχώρια» είναι το
αναγκαστικό επακόλουθο των αναπάντητων αυτών
ερωτημάτων. Γιατί μη όντας ερωτήματα που να
επιδέχονται μιαν απάντηση, καρφώνονται στο μυαλό
του ανθρώπου που ρωτάει σαν μεγάλα καρφιά που
περιμένουν να στηρίξουν κάτι Μεγάλο που θα
ερχόταν-και το Μεγάλο ποτέ δεν έρχεται και μόνο
μένει ο πόνος των καρφιών.
Αυτός είναι άνθρωπος-ο άνθρωπος που πονάει.
Και ο πόνος είναι που ξεχωρίζει τους ανθρώπους
από τα ζώα με σχήμα ζώου ή ανθρώπου.
Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό ν' αγωνιστεί γιατί
δε νοείται αγώνας χωρίς αιτία ή σκοπό. Και σκοπός
δεν μπορεί να υπάρξει αν λείπουν οι απαντήσεις στα
ερωτήματα: "Ποιος είμαι; από πού ήρθα; Πού πάω;
Ποιος είναι ο κριτής; Ποιο το έπαθλο;"
Ένας άνθρωπος που αγωνίζεται μοιάζει με το
πολυδιαφημισμένο μυρμήγκι που μαζεύει τρόφιμα στη φωλιά του "για το χειμώνα".
Ως εκεί.
Αλλά ο άνθρωπος γυρεύει την πρώτη αιτία.
Ένας μόνο λόγος δικαιολογεί τον αγώνα σ' έναν άνθρωπο: η πίστη σε κάτι.
Η πίστη αυτή δίνει αποκρίσεις στα ερωτήματα που όχι μόνο δικαιολογούν αλλά επιτάσσουν τον αγώνα,
Η τραγική ειρωνεία είναι που ο Καρυωτάκης πίστεψε σε θεό.
Ο θεός του ήταν η Γυναίκα.
Η Γυναίκα του έλειπε για να γεμίσει μ' αυτήν όχι τις ώρες του μα τη ζωή του ολόκληρη. Η Γυναίκα ήταν η αρχή και ο σκοπός της ζωής του. Ήταν ότι του έλειπε για να βρει τη Γαλήνη. Για να δικαιωθεί η ύπαρξή του. Για να δοθούν απαντήσεις σε όλα του τα ερωτήματα.
Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν εμπνεόμενοί από τον πόθο για το γυναικείο κορμί. Ο Καρυωτάκης δε δημιουργούσε μόνο για τη Γυναίκα, αλλά και ζούσε γι Αυτήν..
Ίσως γιατί ζωή και ποιητική δημιουργία ήταν
αδιάσπαστα ενωμένες σ' αυτόν.
Και όσο έζησε, έζησε με την ελπίδα πως κάτι θα γινόταν που να τον φέρει κοντά οτο θεό του-στη Γυναίκα.
Η ελπίδα όμως αυτή όλο και έσβηνε καθώς
περνούσαν τα χρόνια.. Η φλόγα της όλο κι εξασθένιζε. Ώσπου ο άνεμος της
Πρέβεζας την έσβησε με ένα φύσημά του.
Ο Καρυωτάκης αναζητούσε το Απόλυτο στο θεό-Γυναίκα.
Όμως η Γυναίκα με τη συμπεριφορά της κάνει μάταια κάθε τέτοιαν αναζήτηση-οι γυναίκες ερωτεύονται "καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια".
To ασίγαστο πάθος, η ηδονική προσμονή, η λατρεία της γυναικείας σάρκας από τον Καρυωτάκη, στέρησαν από μας ενα μεγάλον ποιητή και από κείνον τη ζωή του.
Το δόσιμο όλου του εαυτού του στη Γυναίκα δε βρήκε ανταπόκριση στον Καρυωτάκη.
Πίστεψε σε ένα Θεό, μα δεν μπόρεσε να τον καθέξει.
Δε βρέθηκε η Γυναίκα που θα του αφοσιώνονταν ολόκληρη, "ψυχή τε και σώματι" ,αφοσίωση που με χρυσάφι θα ανταλλασσόταν από τον Καρυωτάκη. Ούτε ο Καρυωτάκης θα δεχόταν να φτιάξει μια ψεύτικη εικόνα, μια φανταστική Γυναίκα, που θα την έκανε βασίλισσα των ονείρων και της ύπαρξής του όπως έκαναν άλλοι, μεγάλοι κι αυτοί ποιητές. Ο Καρυωτάκης αρνείται να φτιάξει ένα ψεύτικο είδωλο και να πιστέψει σ' αυτό. Ο Καρυωτάκης με κανένα τρόπο δε θέλει να ξεγελάσει τον εαυτό του. Αισιόδοξοι είναι μονάχα οι μωροί. Ή έχεις κάτι ή δεν το 'χεις. Κι αν δεν το χεις μπορείς μόνο να κλάψεις για κείνο, ώσπου όλο το κλάμα να βγει από μέσα σου και να μη μένει τίποτε άλλο πια παρά η ίδια σου η ζωή να αποβάλεις.
Πιο κάτω ο Βογασάρης λεει: «θα μπορούσε να είχε συνδεθεί (ο Καρυωτάκης) με μια δυο οικογένειες. Με νέα παιδιά. Με δροσερά κορίτσια…όμως η κατάσταση του Καρυωτάκη είναι τώρα τέτοια που θέλει να βρει τη μόνωση».
Λάθος, Ο Καρυωτάκης ποτέ δεν ήθελε τη μόνωση.
Η μόνωση του επιβλήθηκε σαν η μόνη διέξοδος για να ζήσει με αξιοπρέπεια. Και η αξιοπρέπεια ήταν κάτι που ο Καρυωτάκης δε θα αντάλλαζε με έναν ψεύτικο θεό. Ο Καρυωτάκης πίστευε στη Γυναίκα-θεό. Μπορεί ένας αληθινός πιστός να παίζει με το θεό του; Όχι βέβαια. Και παιχνίδι δεν είναι όλα εκείνα τα καμώματα που στην κοινωνία μας προηγούνται από το σμίξιμο με τη Γυναίκα; Μπορούσε να «φλερτάρει» ο Καρυωτάκης (στη σκέψη μόνον αυτή δεν ανατριχιάζει κάθε άνθρωπος που ξέρει τον Καρυωτάκη;), να ερωτοτροπεί, να “κορτάρει”;
Ο Καρυωτάκης λάτρευε το θεό του και περίμενε την φανέρωσh του θεού με τη σειρά του σ’ αυτόν.
Και ο θεός δεν ήρθε.
Πως ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση μας το λένε εξάλλου οι παρέες του στην Αθήνα, οι φάρσες που σκάρωνε. Για να σκαρώνει φάρσες κανείς πρέπει να έχει προηγούμενα αποφασίσει πως η ζωή είναι δική του ώστε να έχει την οικειότητα να κάνει τέτοια παιχνίδια μ’ αυτήν. Τη μοναξιά την αναζητούσε συχνά, σαν μια ξεκούραση από την κοινωνική κόπωση, περιστασιακά όπως κάθε άνθρωπος, μικρός ή μέγας. Μα ποιος ποιητής είναι που θέλει τη μόνωση; Τότε για ποιον θα 'γραφε; Κάθε ποίημα δεν είναι ένα μήνυμα-πρόσκληση για συντροφιά; Δεν είναι η αρχή μιας συζήτησης που ο ίδιος ο ποιητής ανοίγει; Δεν είναι το εργαλείο που μεταχειρίζεται νια να υποτάξει την ύλη, κάτι που μόνο αυτό θα του επέτρεπε να ζει απόλυτος κυρίαρχος του επίγειου παιχνιδιού;
Παιχνιδιού ναι, μα με τους όρους που ο ποιητής θέτει-και που έχει δικαίωμα να τους θέσει μιας και είναι εκείνος που αρχίζει το παιχνίδι.
Οι συνάνθρωποί του όμως, και οι γυναίκες μαζί, ή δεν πήραν τίποτε από αυτόν, ή θέλησαν να παίξουν μαζί του με τους δικούς τους όρους. Κάτι που δεν έστερξε ο Καρυωτάκης.
Η δικαίωση, η αναγνώριση του δικαιώματος αρχηγίας στο παιχνίδι, δεν ήρθε στον ποιητή παρά μόνον όταν ήταν πια αργά, όπως τα περιστέρια που αφήνει ο ναυαγός και όταν γυρίζουν δεν είναι πια καιρός…
Ο Καρυωτάκης δε θέλει τη μόνωση. Η μόνωση μάλιστα είναι εκείνη που του επέβαλαν και που τον σκότωσε.
Ο Καρυωτάκης γυρεύει με όλη τη δύναμη της ψυχής του τη μέθεξη, τη συντροφιά
Ποιος αμφιβάλλει ότι ο Καρυωτάκης δε θα
αυτοκτονούσε αν στην εξορία όπου βρέθηκε, είχε
την αγαπημένη Γυναίκα μαζί του;
Κοντά της θα φίλιωνε με όλους και με όλα. Χωρίς
αυτήν είναι ένας ξένος απάνου στη γη.
Πώς να συνομιλήσει με το θεό; Μόνο να προσευχηθεί σ' Αυτόν ταιριάζει. Μα όταν προσπάθησε κάποια φορά, μικρότερος, να πει σε κάποια γυναίκα για τον έρωτά του, εκείνη γέλασε μαζί του.
Φτάνει αυτό για έναν Καρυωτάκη να μην ξανα προσευχηθεί στο θεό του. Δεν μπορεί να αντέξει στη βεβαιότητα πως θα έπαιρνε πάλι μιαν ειρωνεία για απάντηση σε μια δεύτερη προσπάθειά του.
Και δεν το κάνει.
Δεν μπορούσε ν' αντέξει πως σαν αντάλλαγμα για
την προσφορά όλης του της ύπαρξης θα έπαιρνε την καταφρόνια.
To μόνο που είχε να κάνει πια ήταν να περιμένει ο
θεός να πάει σε κείνον.
Μα η Γυναίκα δε μετράει έτσι τους πιστούς Της. Δε
Θέλει Υπάρξεις, Κόσμους, Ψυχές, Ιερά, Συνειδήσεις,.
Εκείνο που διψάει είναι χρήμα, διασκέδαση, θόρυβος, λούσα. Τέτοια φτηνά δεν μπορούσε να τα διαθέτει ένας Καρυωτάκης.
Δεν έχει ζωγραφίσει με πιο καυτά λόγια τίποτε άλλο ο Καρυωτάκης όσο τη ρηχότητα της γυναίκας. Μια φουρκέτα είναι αρκετή για να βυθομετρήσει κανείς το άδειο τους κεφάλι. Ακόμα οι γυναίκες είναι ανυποψίαστα μηδενικά πλάσματα (αν και γι αυτό ακριβώς προνομιούχα).
Τι άλλο θα μας έδινε τη ματιά με την οποία έβλεπε
τη Γυναίκα ο Καρυωτάκης;
Και ποιος λόγος θα μπορούσε να περιγράψει καλλίερα τη Γυναίκα;
Κι έτσι έπαψε η συνομιλία του Καρυωτάκη με τη.
Γυναίκα, του πιστού με το θεό του. Και πώς μπορεί να ζήσει κανείς όταν ο θεός του δεν υπάρχει, ή υπάρχει αλλά όλα συντελούν στο να μη τον γνωρίσει;
Όχι λοιπόν, ο Καρυωτάκης δε γνώρισε "δροσερά
κορίτσια".
Δεν διέθετε ούτε την ικανότητα ούτε τη θέληση για παρόμοιες γνωριμίες.
Και όχι, ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση.
Με όλο ΤΟ είναι του ποθούσε τη συντροφιά, τη συν-ουσία με τη Γυναίκα.
Όταν κανείς γεννιέται κουβαλάει μέσα του το δικό του θεό. Δεν διαλέγει κανείς το θεό του. Έτσι και ο Καρυωτάκης δε διάλεξε τη Γυναίκα. Γεννήθηκε φέρνοντας μέσα του τη λατρεία για τη Γυναίκα, ένα θεό που σκοτώνει τους πιστούς του.-
Γιώργης Χολιαστός