Παιδί, το περιβόλι που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις
να μη το παρατήσεις.
Σ κ ά ψ ε το ακόμα πιο βαθιά
και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτησε τη χλώρη του
και πλάτυνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται
να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό
το αγνό της βρυσομάνας
- κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα
κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξ ό ρ κ ι σ ε
τα ξωτικά, να φύγουν
, και τη ζωντάνια σπείρε του
μ' όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δ ί σ ε χ τ α ,
πέσουν κα ι ρ ο ί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα,
κι όσα δένδρα για τίποτ' άλλο δε φελάν
παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό.
Φωτιά! Τσεκούρι!
Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, το περιβόλι,
κόψ' το, και χτίσε κάστρο απάνου του
και ταμπουρώσου μέσα, για πάλεμα,
για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π' όλο την περιμένουμε
κι όλο κινάει για να 'ρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται
στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να σ' το πει,
μια ιδέα να σ' το προστάξει,
κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί
που θα είν' απάνου απ' όλα.
Κωστής Παλαμάς
Ο Γκρεμιστής
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ' εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
και με το καριοφίλι μου και με τ' απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ' αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ρθή. Γκρεμίζω τη ασκήμια.
Είμ' ένα ανήμπορο παιδι που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει
Μα τ ο τσεκούρι μοναχά στο χέρι σταν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ, μ' ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!
Κ.Παλαμάς
Με την αυγή και η θάλασσα μενεξεδένια
ΑπάντησηΔιαγραφήλάμπει, και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν.
Να η άνοιξη γυρίζει, να το χελιδόνι
στον Παρθενώνα ξαναχτίζει τη φωλιά του!
Πανίερη Αθηνά, τίναξε το πουλί σου
στ' αμπέλια μας απάνω τα σαρακωμένα.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Αγάλια αγάλια αποχρυσώνεται το κύμα,
να η άνοιξη γυρίζει, μεσ' στα κορφοβούνια
του Προμηθέα τα σπλάχνα σκίζοντας ένα όρνιο
μεγάλο, ασάλευτο ξανοίγεται μακριάθε
για να διώξεις το μαύρο γύπα που σε τρώει,
αρμάτωσέ μας, νέε νησιώτη, το καράβι.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν'η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Τ' ανάκρασμα τ΄ακούτε της αρχαίας Πυθείας;
"Νίκη στων ημιθέων τ' αγγόνια!" Από τη ' Ιδη
ως της Νικαίας τ' ακρογιάλια ξανανθίζουν
αιώνιες οι ελιές. Με τ' άρματα στα χέρια
εμπρός! Τα ύψη των βουνών ας τ' ανεβούμε,
τους Σαλαμίνικους αντίλαλους ξυπνώντας!
Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν΄η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Κ' έλα, ετοιμάστε τα λευκά φορέματά σας,
αρραβωνιαστικές, για να στεφανωθήτε
στο γυρισμό τους ακριβούς σας μεσ' στο λόγγο
γι' αυτούς που σας γλυτώσανε κόφτε τη δάφνη.
Αγνάντια στη σκυφτή και ντροπιασμένη Ευρώπη,
ας πιούμε ξεχειλη τη δόξα παλληκάρια.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Ό,τι έγινε μπορεί να ξαναγίνει, αδέρφια!
Στων πυρωμένων τούτων βράχων την λαμπάδα
με σάρκα θεία μπόρεσ' ο άνθρωπος να νοιώση
το φωτερώτερο κι απ' όλα τα όνειρά του.
Κι η χριστιανή ψυχή βωβή εκεί πέρα θα είναι;
Κ' εμείς ενός κορμιού ξερόκλαδα εκεί πέρα;
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Το Μαραθώνιο πεζοδρόμο ακολουθώντας
κι αν πέσουμε, το χρέος μας έχουμε κάμει!
Και με το αίμα του προγόνου μας Λεωνίδα
το αίμα μας , θριαμβων αίμα, ταιριασμένο,
θα πορφυρώσει τον καρπό τον κοραλλένιο
και το σταφύλι το κρεμάμενο στο κλήμα.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είναι η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Της ιστορίας μάς φέγγουν τρεις χιλιάδες χρόνια,
Ορθοί! Και πρόβαλε από τώρα το παλάτι
στον τόπο εκεί που λύθηκαν τα κακά μάγια,
κι ο φοίνικας ξαναγεννιέται από τη στάχτη.
Στις αμμουδιές της Μέκκας διώξε το ήλιε,
το μισοφέγγαρο μακριά απ΄τον ουρανό μας...
Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν΄η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
MISTRAL
(Μεταφρ. Κ. Παλαμάς)
Ο Διγενής κι ο Χάροντας
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαβάλλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον 'Αδη,
κι άλλους μαζί...Κλαίει δέρνεται τ' ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια.
Και σα να μην τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλλάρη
«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;
Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!».
Κ. Παλαμάς
Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα
ΑπάντησηΔιαγραφήτα ΄ζησα κοντά στ' ακρογιάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη
στη θάλασσα εκεί την πλατιά τη μεγάλη
Και κάθε φορά που μπροστά μου
η πρωτάνθιστη ζωούλα προβάλλει
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι
στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη
στη θάλασσα εκεί την πλατιά τη μεγάλη
Μια μένα είναι η μοίρα μου μια μένα
είνε η χάρη μου δεν γνώρισα κι άλλη
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη
Και να! μεσ' στον ύπνο μου την έφερε
τ' όνειρο κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη
τη θάλασσα εκεί την πλατιά τη μεγάλη
Κι εμέ τρισαλίμονο!
μια πίκρα με πίκραινε μια πίκρα μεγάλη
και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου καλό μου ακρογιάλι!
Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες
πανώριο ξαγνάντεμα κοντά στ' ακρογιάλι
Μια πίκρα είν' αμίλητη μια πίκρα
είν' αξήγητη μια πίκρα μεγάλη
η πίκρα που είν' άσβηστη και μεσ' τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι
Κ. Παλαμάς