"Κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν
οφθαλμοί και ώτα βαρβάρους ψυχάς ἐχόντων.
HPAKΛEITOΣ
******
ΑΜΟΡΓΟΣ
Πόσο πολύ σε αγάπησα
εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ᾿ άγγιξα
με τα μάτια της πούλιας.
Και με τη χαίτη του φεγγαριού
σ᾿ αγκάλιασα και χορέψαμε
μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους.
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά
και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι.
Μαύρη μεγάλη θάλασσα
με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό
ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει.
Μια τούφα γαλανός καπνός
μες στο τριανταφυλλὶ του ορίζοντα.
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού
που σπαράζει.
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε
να πουν στους αντρειωμένους
το καλωσόρισες.
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά
με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη.
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιών
με το κελάδημα του πουνέντε.
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε
μες στα ρουθούνια των αγελάδων.
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε.
Και μία καμπάνα μακρινή
βάφει τον ουρανὸ με λουλάκι.
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου
που ταξιδεύει μέσα στ᾿αστέρια.
Τόσους αιώνες φευγάτο.
Από των Γότθων την ψυχή
κι από τους τρούλλους της Βαλτιμόρης.
Κι απ᾿ τη χαμένη Αγια-Σοφιά
το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ᾿ αψηλά βουνά
ποιοί νά ῾ναι αυτοί που κοιτάνε.
Με την ακύμαντη ματιά
και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς νά ῾ναι αντίλαλος,
αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει
μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη ἐπιάσανεν
οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ᾿ ο Καλύβας πολεμάει
κι ουδ᾿ ο Λεβεντογιάννης.
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν
οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί
μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα.
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε
μία πεθαμένη ανεμώνη.
Τσοπαναρέοι ατάραχοι
μ᾿ένα καλάμι φλαμουριάς
λένε το πρωινό τους τραγούδι.
Ένας ανόητος κυνηγός
ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια.
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος
λησμονημένος απ᾿ όλους.
Με μία βελόνα δελφινιού
ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του.
Και κατεβαίνει απ᾿τις πλαγιές
με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις
στα μονοπάτια του Χελμού
να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα
με το μελάνι και το σφυρί
βασανισμένη καρδιά μου.
Με το χρυσάφι και τη φωτιά
για να σου κάμω ένα κέντημα.
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά
να σε παρηγορήσω.
Εγώ που κάποτε σ᾿ άγγιξαμε
τα μάτια της πούλιας.
Και με τη χαίτη του φεγγαριού
σ᾿αγκάλιασα και χορέψαμε
μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους.
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά
και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι.
Μαύρη μεγάλη μοναξιά
με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
********
Cattivi testimoni per gli uomini
occhi e orecchie di quanti hanno
anime barbare.
ERACLITO
*********
AMORGOS
Lo so soltanto io quanto ti ho amato
Io che un tempo ti sfiorai
con gli occhi delle Pleiadi
E ti abbracciai con la criniera della luna
e danzammo nei campi dell’estate.
Sulla canna mietuta e mangiammo
insieme il trifoglio tagliato.
Grande mare nero con tanti ciottoli
intorno al collo,
tante pietruzze colorate nei capelli.
Una nave entra nel golfo
un bindolo rugginoso geme.
Un ciuffo di fumo azzurro
nel rosa dell’orizzonte.
Simile all’ala della gru che si dibatte
Eserciti di rondini in attesa di dare
il benvenuto ai valorosi
Braccia nude si levano
con ancore tatuate sull’ascella
Grida di fanciulli si confondono
con il cinguettio del ponente.
Api entrano ed escono
dalle froge delle vacche.
Fazzoletti di Kalamata sventolano.
E una campana distante
tinge d’indaco il cielo.
Come la voce di un gong
che viaggia nelle stelle.
Partito secoli fa,
Dall’anima dei Goti
e dalle cupole di Baltimora.
E dal grande monastero
di Santa Sofia perduta.
Ma chi sono coloro che guardano
da sopra gli alti monti.
Con il volto sereno
e lo sguardo senza onde?
Di quale incendio
è l’eco quel polverio nell’aria?
Forse è Kalivas che si batte,
forse Levendoghiannis?
Forse si danno battaglia
i Tedeschi con i Maniati?
Non è Kalivas che si batte,
non è Levendoghiannis.
Né si danno battaglia
i Tedeschi con i Maniati.
Le torri custodiscono silenzio
se una principessa stregata
Le vette dei cipressi
accompagnano un anemone morto
Pastori imperturbabili
con una verga di tiglio dicono
il loro mattutino canto
Un cacciatore stolto
spara contro le tortore
E un vecchio mulino a vento,
dimenticato da tutti.
Con un ago di delfino cuce da sé
le vele guaste
E scende dalle pendici col vento in poppa
Come Adone scendeva
i sentieri di Helmos
per dire buonasera a Golfo.
Per anni e anni ho lottato
con l’inchiostro e il martello
mio tormentato cuore
Con l’oro e con il fuoco
per farti un bel ricamo.
Un giacinto d’arancio.
Un cotogno fiorito per consolarti
Io che un tempo ti sfiorai
con gli occhi delle Pleiadi.
E con la criniera della luna
ti abbracciai e danzammo
nei campi dell’estate.
Sulla canna mietuta e mangiammo
insieme il trifoglio tagliato.
Grande solitudine nera
con tanti ciottoli intorno
al collo tante colorate pietruzze
nei capelli.
NIKOS GATSOS
Trad. Maria Caracausi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.
Lunapiena