Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Ο. ΕΛΥΤΗΣ: Μικρός Ναυτίλος


                                                   Είσοδος

ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ                                                           
είναι παρά μια  λ ά μ ψ η  πίσω απ' τα βουνά
 - κει κατά το μέρος του  π ε λ ά γ ο υ. 
Κάποτε πάλι ένας  α έ ρ α ς  δυνατός 
που άξαφνα σταματάει όξω απ' τα λιμάνια. 
Κι όσοι  ν ο γ ο ύ ν, το μάτι τους βουρκώνει

                Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;

                       Κανένας δεν ακούει, κανένας. 
Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα 
και πάνω του η φωτιά. 
Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή 
στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται ά δ ι κ ο 
και φονικό κανένα 

                                                  Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;

Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να 'ναι: 
τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο
 στην τσέπη μου έναν Οδηγό...
τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. 
Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου
 θα πάω να βρω  π ο ι ό ς  ε ί μ α ι.
Τι δ ί ν ω, τι μου  δ ί ν ο υ ν
και π ε ρ ι σ σ ε ύ ε ι... το  ά δ ι κ ο
                 
                                                         Χρυσέ ζωής αέρα..


                                          ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VII]

I

ΜΙΑ ΜΕΡΑ τη ζωή που 'χασα, την ξαναβρήκα 
στα μάτια ενός νέου μοσχαριού 
που με κοίταζε μ' αφοσίωση. 
Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί στην τύχη. 
Βάλθηκα να σ κ α λ ί ζ ω  τις μέρες μου, 
να τις φέρνω άνω - κάτω, να  ψ ά χ ν ω. 
Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων. 
Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα 
διάσπαρτες μέσα στον κόσμο αυτόν, 
μιαν α θ ω ό τ η τ α  τόσο ισχυρή 
που να  ξ ε π λ έ ν ε ι  τα αίματα - το  ά δ ι κ ο -
και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους 
να μου αρέσουν.
Δύσκολο - αλλά πώς να γίνει;
 Κάποτε  ν ι ώ θ ω  να 'μαι τόσοι πολλοί 
που χάνομαι. 
Θ έ λ ω  να πραγματοποιηθώ 
έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας
 που να ξεπερνά τη δική μου.

Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος 
να καταβληθεί ούτε από τον χρόνο, 
τότε το παιχνίδι το έχασα.




9 σχόλια:

  1. ΚΑΤΟΙΚΗΣΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ
    που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική,
    όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου.
    Την είπα κι αυτήν Ελλάδα
    και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω.
    Τόσο λίγη έμοιαζε' τόσο άπιαστη.
    Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα:
    με κάτι ξαφνικούς σεισμούς,
    κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες.
    Άλλαζα θέση στα πράγματα
    να τ' απαλλάξω από κάθε αξία.
    Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την Ερημική
    ν' αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, Μοναστηράκια, κρήνες.
    Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα
    γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν
    Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο.
    Μα 'ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα.
    Κι έπιασα σιγά - σιγά να δένω λόγια
    σαν διαμαντικά να την καλύψω
    τη χώρα που αγαπούσα.
    Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
    'Η κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΙΙΙ
    ΛΟΙΠΟΝ ΤΡΙΓΥΡΙΖΑ μέσα στη χώρα μου
    κι έβρισκα τόσο φυσική τη λιγοσύνη της,
    που 'λεγα πως, δε γίνεται,
    θα πρέπει να 'ναι από σκοπού
    το ξύλινο τούτο τραπέζι
    με τις ντομάτες και τις ελιές
    μπρος στο παράθυρο.
    Για να μπορεί μια τέτοια αίσθηση
    βγαλμένη απ' το τετράγωνο του σανιδιού
    με τα λίγα ζωηρά κόκκινα
    και τα πολλά μαύρα
    να βγαίνει κατευθείαν στην αγιογραφία.
    Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα,
    να προεχτείνεται μ' ένα μακάριο φως
    πάνω απ' τη θάλασσα
    έως ότου αποκαλυφθεί της λιγοσύνης
    το πραγματικό μεγαλείο.

    Φοβούμαι να μιλάω μ' επιχειρήματα
    που μόνον η άνοιξη δικαιωματικά διαθέτει'
    όμως την παρθενία που πρεσβεύω
    έτσι την αντιλαμβάνομαι
    και μόνον έτσι τη φαντάζομαι
    να κρατάει τη μυστική της αρετή:
    μεταβάλλοντας σε άχρηστα όλα τα μέσα
    που θα μπορούσαν να επινοήσουν οι άνθρωποι
    για τη συντήρηση και την ανανέωσή της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. IV
    ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς
    ή, έστω, σ' έναν Μποττιτσέλλι
    όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.
    Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα
    την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
    Όταν ανακαλύψουμε
    τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και
    τις περπατήσουμε σε βάθος
    θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο
    που είναι η Ποίηση.
    Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία
    όπως ένας είναι ο ουρανός.
    Το ζήτημα είναι από πού..
    ..βλέπει κανείς τον ουρανό.

    Εγώ τον έχω δει
    από κ α τ α μ ε σ ί ς της θάλασσας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. V
    ΘΕΛΩ ΝΑ' ΜΑΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ
    όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ'
    και ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές
    πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες,
    που δεν είναι καθόλου ίσιες
    κι ίσως γι' αυτό στέκουνε τόσο σίγουρα
    μες στην παλάμη του Θεού.
    Τείνω μ' όλους μου τούς πόρους προς ένα
    - πώς να το πω; -
    περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό εύ.
    Από το πώς δαγκώνω μέσα στο φρούτο
    έως το πώς κοιτάζω απ' το παράθυρο,
    αισθάνομαι να σχηματίζεται
    μια ολόκληρη αλφαβήτα
    που πασχίζω να βάλω σ' ενέργεια
    με την πρόθεση ν' αρμόσω λέξεις ή φράσεις,
    και την απώτερη φιλοδοξία,
    ιάμβους και τετράμετρα.
    Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω
    έναν άλλο, δεύτερο κόσμο
    που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου.
    Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες
    ένα σωρό ασήμαντα πράγματα:
    βότσαλα που τα ρίγωσαν
    οι τρικυμίες, ρυάκια
    μ' ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια,
    λαγωνικά της αγιοσύνης μας.
    Μια ολάκερη φιλολογία,
    οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι,
    οι κατοπινοί χρονογράφοι και υμνωδοί'
    μια τέχνη, ο Πολύγνωστος, ο Πανσέληνος:
    όλοι τους βρίσκονται μεταγλωττισμένοι
    και στενογραφημένοι μέσα εκεί
    από το λείο, το χλοερό, το δριμύ
    και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια
    και αυθεντική τους παραπομπή
    ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.

    Αυτή την ψυχή τη λέω α θ ω ό τ η τ α.
    Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. VI
    Ω ΝΑΙ, ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ
    για να 'ναι πραγματικά υγιής
    - άσχετο σε τι αναφέρεται -
    πρέπει ν' αντέχει στο ύπαιθρο.
    Και όχι μόνον.
    Πρέπει την ίδια στιγμή στην ευαισθησία μας
    να 'ναι καλοκαίρι.
    Λίγο, δυο - τρεις βαθμούς πιο χαμηλά, τετέλεσται:
    το γιασεμί σωπαίνει,
    ο ουρανός γίνεται θόρυβος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. VII
    ΧΕΙΛΙ ΠΙΚΡΟ
    που σ' έχω δεύτερη ψυχή μου,
    χ α μ ο γ έ λ α σε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. VIII
    ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο.
    Σ' ένα στένο κρεβάτι,
    ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα,
    με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου
    που το γλείφω και γεύομαι την αλμύρα του.
    Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο
    της μικρής μου κάμαρας.
    Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια.
    Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει
    όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια,
    τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα.
    Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα.
    Χάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια,
    τα δυο μου σάνταλα.
    Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

    Γεννήθηκα για να 'χω τόσα.
    Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ.
    Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.
    Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο.
    Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις,
    αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις
    οπόταν η φύση σου υπακούει.
    Κι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις
    να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. IX
    "ΕΧΘΕΣ ΕΧΩΣΑ ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΜΜΟ το χέρι μου
    κι έπιασα το δικό της.
    Όλο το απόγευμα ύστερα τα γεράνια
    με κοίταζαν απ' τις αυλές με νόημα.
    Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά,
    πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο.
    Και το βράδυ, αργά, την ώρα
    που της έβγαλα τα σκουλαρίκια
    να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ,
    με τη ράχη ακουμπισμένη
    στο μαντρότοιχο της εκκλησιάς,
    μπουμπούνισε το πέλαγος
    και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά
    να μου φωτίσουνε."

    Χωρίς αμφιβολία υπάρχει
    για τον καθέναν από μας
    κι από μια ξεχωριστή,
    αναντικατάστατη αίσθηση
    που αν δεν την βρει
    να την απομονώσει εγκαίρως
    και να συζήσει αργότερα μαζί της,
    έτσι που να τη γεμίσει πράξεις ορατές,
    πάει χαμένος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. X
    ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ Ν' ΑΠΟΧΤΗΣΩ μια ζωή
    από πράξεις ορατές για όλους,
    επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια,
    το χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους
    που μου 'δωκεν η Ποίηση:
    να γίνομαι άνεμος για το χαρταετό
    και χαρταετός για τον άνεμο,
    ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει.
    Δεν παίζω με τα λόγια.
    Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς
    να σημειώνεται μέσα στη "στιγμή"
    όταν καταφέρει να την ανοίξει
    και να της δώσει διάρκεια.
    Οπόταν, πραγματικά,
    και η Θλίψις γίνεται Χάρις
    και η Χάρις Άγγελος'
    η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία

    με λευκές, μακριές πτυχές
    πάνω από το κενό,
    ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών,
    αύρες βασιλικού και
    συριγμούς υπόκωφου Παραδείσου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.

Lunapiena