γιατί είμ' εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γ κ ρ έ μ ι σ μ α... νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός... του χαλασμού πατέρας,
π ά ν τ α κοιτάζω προς το φως... το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος... εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής...
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γ κ ρ έ μ ι σ μ α... νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός... του χαλασμού πατέρας,
π ά ν τ α κοιτάζω προς το φως... το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος... εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής...
κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
και με το καριοφίλι μου... και με τ' απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές,
και με το καριοφίλι μου... και με τ' απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές,
και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι
και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας... και σε ναούς το Ψέμα.
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας... και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών
η πλάση με τ' αγρίμια ξανάρχεται.
Καλώς να ρθή. Γ κ ρ ε μ ί ζ ω τη ασκήμια.
Είμ' ένα ανήμπορο παιδί... που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα... κι όλο ρωτά και μήτε ναι... μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς... και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται... και μια ν τ ρ ο π ή το δένει
Μα το τσεκούρι μοναχά... στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου... ψ υ χ ή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φ λ ό γ α την καρδιά.... και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός... και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ... μ' ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου... δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή:
Είμ' ένα ανήμπορο παιδί... που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα... κι όλο ρωτά και μήτε ναι... μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς... και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται... και μια ν τ ρ ο π ή το δένει
Μα το τσεκούρι μοναχά... στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου... ψ υ χ ή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φ λ ό γ α την καρδιά.... και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός... και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ... μ' ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου... δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή:
Γ κ ρ ε μ ί σ τ ε!
Κ.Παλαμάς
Κ.Παλαμάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.
Lunapiena