Σάββατο 18 Αυγούστου 2007

Federico Garcia Lorca

Federico Garcia Lorca
Τραγικός Ποιητής-Αγωνιστής, Συγγραφέας και λάτρης της τέχνης. (5 Ιουνίου 1898 - 18 ή 19 Αυγούστου 1936) ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς, από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ισπανικής γενιάς του '27. Πέρα από το λογοτεχνικό του έργο, ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική και τη μουσική. Γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος (Fuentevaqueros), το 1898. Ο πατέρας του ήταν αγρότης κι η μητέρα του δασκάλα πιάνου. Φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών στη Γρανάδα και μετά από πιέσεις του πατέρα του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποίαν όμως εγκατέλειψε σύντομα, για ν' ασχοληθεί με λογοτεχνία, μουσική και ζωγραφική. Το 1919, εγκαθίσταται στη Φοιτητική Κατοικία Πανεπιστημίου Μαδρίτης, που τότε ήτανε σαν ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί θα συναντήσει τον Σ. Νταλί, τον Λ. Μπουνιουέλ, τον ποιητή Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνθέτει τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφορούνε το 1921, με τίτλο: "Βιβλίο Ποιημάτων". Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο: "Εντυπώσεις & Τοπία" περιδιαβαίνοντας τη Καστίλη. Το 1922, συνεργάζεται με τον συνθέτη Μ. ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκης Μουσικής, στη Γρανάδα. Δημιούργημα του τότε είναι το "Ποίημα Του Κάντε Χόντο" λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται απο τσιγγάνους με συνoδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκινά να γράφει το "Ρομανθέρο Χιτάνο" που το τελειώνει το 1927. Μια σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας απο τις αρχαϊκότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνθέτει και την "Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί" ενώ παράλληλα γράφει το θεατρικό έργο: "Μαριάνα Πινέδα", που πρωτοπαίζεται στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί. Τα έτη 1929-30, ταξιδεύει στις ΗΠΑ και στη Κούβα. Αποτέλεσμα το, "Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη". Επιστρέφει στην Ισπανία το 1931 και συνθέτει το "Ντιβάνι Της Ταμαρίτ", ενώ παράλληλα δουλεύει κι έργα για το Κουκλοθέατρο. Τα 3 τελευταία χρόνια της ζωής του συνθέτει τις κορυφαίες του δημιουργίες: "Το Σπίτι Της Μπερνάρντα 'Αλμπα", "Ματωμένος Γάμος", "Γέρμα", τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο τ' ανθρώπινο στοιχείο και το ποίημα, "Θρήνος Για Τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας". Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, συστήνει θεατρική ομάδα, τη "La Barroca" και δίνει παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχεται τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συντάσσει μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ετοιμάζεται να γράψει μια σειρά σκηνών με μορφή επιθεώρησης μα τον Ιούλιο, ξεσπά ο Εμφύλιος κι απλώνεται γοργά. Στίς 16 Αυγούστου συλλαμβάνεται και την αυγή της 18 ή 19 Αυγούστου οι φασίστες Φρανκιστές, τον εκτελούνε κάπου στη Γρανάδα, κοντά στο Fuente grande, στο δρόμο μεταξύ του Víznar και Alfacar. Ο Τάφος του δε βρέθηκε ποτέ. Ήτανε μόλις 38 ετών. Αναγνωρίζεται σαν ποιητής και σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης του πολιτισμού για την χώρα του μετά τον θάνατο του δικτάκτορα Franco. Σήμερα υπάρχει Άγαλμα προς τιμή του Λόρκα, στην πλατεία Santa Ana της Μαδρίτης. Ποιήματα: Divan del tamarit Ντουέντε Ποιητής στη Νέα Υόρκη Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας Σονέτα του σκοτεινού έρωτα Ωδή στον Σαλβαντόρ Νταλί Ποιητικά άπαντα (Τόμοι Α, Β) Θεατρικά Έργα: Τα Μάγια της Πεταλούδας (El maleficio de la mariposa) Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα (Los títeres de Cachiporra) Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (La casa de Bernarda Alba) Η θαυμαστή μπαλωματού (La zapatera prodigiosa) Γέρμα (Yerma) Ματωμένος Γάμος (Bodas de sangre) Δόνα Ροζίτα (Doña Rosita la soltera) Μαριάνα Πινέδα (Mariana Pineda) Το κοινό (El publico) Σενάρια: Ο Ανδαλουσιανός σκύλος Ταξίδι στη σελήνη

16 σχόλια:

  1. Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί

    Ένα ρόδο στον έξοχο κήπο που επιθυμείς.
    Μια ρόδα με τη καθαρή σύνταξη του χάλυβα.
    Γυμνωμένο το όρος από ιμπρεσσιονιστική αχλύ.
    Οι γκρίζοι τόνοι που ανερευνούν τους τελευταίους φράχτες.

    Στα λευκά τους ατελιέ οι μοντέρνοι ζωγράφοι,
    κόβουν τον αποστειρωμένο ανθό από τη τετράγωνη ρίζα.
    Στου Σηκουάνα τα νερά μαρμάρινο παγόβουνο
    παγώνει τα παράθυρα και διώχνει τους κισσούς.

    Ο άντρας με βήμα σταθερό βαδίζει στο πλακόστρωτο.
    Οι βιτρίνες κλέβουν τη μαγεία του αντικατοπτρισμού.
    Η Κυβέρνηση έκλεισε τ' αρωματοπωλεία.
    Η μηχανή διαιωνίζει τη παλινδρομική της κίνηση.

    Μια απουσία από δάση, παραβάν και ματόκλαδα
    πλανιέται πάνω στις ταράτσες των παλαιών σπιτιών.
    Ο αγέρας στιλβώνει το πρίσμα του πάνω στη θάλασσα
    κι ο ορίζοντας υψώνεται σα μεγάλη υδρορροή.

    Ναυτικοί που αγνοούν το κρασί και το ημίφως,
    αποκεφαλίζουν τις σειρήνες στις μολυβένιες θάλασσες.
    Η Νύχτα, μαύρο μνημείο της σύνεσης, κρατά
    το στρογγυλό καθρέφτη της σελήνης μες τη χούφτα.

    Μια επιθυμία μας διακατέχει για μορφές, για όρια.
    Να ο άντρας που βλέπει μ' ένα κίτρινο μέτρο.
    Η Αφροδίτη είναι μια λευκή νεκρή φύση
    κι οι πεταλουδοσυλλέκτες χάνονται.

    Το Καντακές στη κόψη του νερού και του λόφου,
    υψώνει αναβαθμίδες και κρύβει όστρακα.
    Οι ξύλινες φλογέρες ειρηνεύουν τον αγέρα.
    Ένας γέρων Θεός των Δασών, δίνει καρπούς στα παιδιά.

    Οι ψαράδες του, αποκαμωμένοι, κοιμούνται βαριά πάνω στην άμμο.
    Στ' ανοιχτό πέλαγος έχουνε για πυξίδα ένα ρόδο.
    Παρθένος ο ορίζοντας από πληγωμένα μαντήλια,
    ενώνει τις γυαλισμένες επιφάνειες του ψαριού και της σελήνης.

    Κολλαριστό στέμμα από λευκά πανιά,
    ζώνει πικρά μέτωπα και μαλλιά της άμμου.
    Οι Σειρήνες πείθουνε χωρίς να επιβάλλουν
    και φανερώνονται μόλις τους δείξουμε ένα ποτήρι γλυκό νερό.

    Ω! Σαλβαντόρ Νταλί, με τη φωνή τη λιόχρωμη!
    Δεν επαινώ την ατελή νεανική σου πινελιά,
    ούτε το χρώμα σου που δε ξεφεύγει από το χρώμα του καιρού σου,
    αλλά υμνώ την αγωνία σου, περιορισμένε αιώνιε!

    Υγιεινή ψυχή, ζεις πάνω σε νέα μάρμαρα.
    Αποφεύγεις το σκοτεινό δάσος των απίστευτων μορφών.
    Η φαντασία σου φτάνει όπου φτάνουνε τα χέρια σου
    κι εσύ απολαμβάνεις το σονέτο της θάλασσας, στο παράθυρό σου.

    Ο κόσμος είν' άλαλα σκότη κι αταξία,
    στα πρώτα όρια που συναντά ο άνθρωπος.
    Όμως, τ' αστέρια κιόλας κρύβοντας τα τοπία,
    τονίζουνε το τέλειο σχήμα της τροχιάς τους.

    Η ροή του χρόνου τακτοποιείται και συγκροτείται
    σε αριθμητικές μορφές του ενός αιώνα και του άλλου.
    Κι ο Θάνατος ηττημένος καταφεύγει τρέμοντας
    στο στενό κύκλο της παρούσας στιγμής.

    Παίρνοντας τη παλέτα σου, τρύπια από βόλι στη μια άκρη,
    ψάχνεις το φως που ζωντανεύει τη κούπα από ξύλο ελιάς.
    Μεγάλο φως της Αθηνάς της δομήτορος,
    φως όπου μήτε το όνειρο μήτε η ανακριβής χλωρίδα του, έχουν θέση.

    Ψάχνεις το αρχαίο φως που αναπαύεται στο μέτωπο
    χωρίς να κατεβαίνει προς το στόμα ή τη καρδιά του ανθρώπου.
    Φως που φοβίζει τα οδυνηρά αμπέλια του Βάκχου
    και την άτακτη δύναμη που κρύβει το νερό που κατρακυλά.

    Έχεις δίκιο να φωτίζεις με φλογοειδείς ταινίες,
    το σκοτεινό όριο που λάμπει τη νύχτα.
    Σα ζωγράφος δε θέλεις να κάνεις μαλθακή τη μορφή
    με το μεταβλητό βαμβάκι κάποιου απρόβλεπτου νέφους.

    Το ψάρι στο ενυδρείο και το πουλάκι στο κλουβί.
    Δε θέλεις να τα φανταστείς στη θάλασσα ή στον αγέρα.
    Παρατηρείς προσεκτικά με τίμιο βλέμμα κι έπειτα
    στυλιζάρεις ή αντιγράφεις τα ευκίνητα κορμάκια τους.

    Αγαπάς τη προσδιορισμένη και σαφή ύλη
    όπου το μανιτάρι δε μπορεί να στήσει τη τέντα του.
    Αγαπάς την αρχιτεκτονική που χτίζει στο κενό
    και παίρνεις τη σημαία για έναν απλό αστεϊσμό.

    Ο ατσάλινος διαβήτης ρυθμίζει τον βραχύ ελαστικό του στίχο.
    Η σφαίρα κιόλας απαρνιέται τ' άγνωστα νησιά.
    Η ευθεία εκφράζει τη κατακόρυφη προσπάθειά της
    κι οι σοφοί κρύσταλλοι υμνούν τη γεωμετρία τους.

    Αλλά ακόμα και το ρόδο του κήπου όπου ζεις.
    Πάντα το ρόδο, πάντα, βόρεια και νότια από μας!
    Ήρεμο κι αυτοσυγκεντρωμένο σα το τυφλό το άγαλμα,
    που αγνοεί τις υπόγειες προσπάθειες που προκαλεί.

    Ρόδο αγνό που καθαρό από τεχνάσματα και σκίτσα,
    μας ανοίγει τα φροντισμένα φτερά του χαμόγελου.
    (Πεταλούδα καρφιτσωμένη που αναπολεί το πέταγμά της.)
    Ρόδο της ισορροπίας χωρίς ηθελημένους πόνους. Πάντα το ρόδο!

    Ω! Σαλβαντόρ Νταλί, με τη φωνή τη λιόχρωμη!
    Μιλώ για όσα μου λεν το πρόσωπο κι οι πίνακές σου.
    Δεν επαινώ την ατελή νεανική σου πινελιά,
    αλλά υμνώ τη τέλεια κατεύθυνση του βέλους σου.

    Υμνώ την όμορφη προσπάθειά σου από κατάλανικα φώτα,
    την αγάπη σου για κάθε τι που έχει μια δυνατή εξήγηση.
    Υμνώ την αστρονομική και τρυφερή καρδιά σου,
    τη καρδιά σου, της τράπουλας, την αλώβητη καρδιά σου.

    Υμνώ το άγχος του μνημείου που κυνηγάς αδιάκοπα,
    το φόβο της συγκίνησης που σε καρτερά στο σοκάκι.
    Υμνώ τη μικρή σειρήνα του πελάγους που σου τραγουδά,
    ανεβασμένη σ' ένα ποδήλατο από κοράλια και κοχύλια.

    Μα πάνω απ' όλα υπνώ μια κοινή σκέψη
    που μας ενώνει τις μαύρες και χρυσαφένιες ώρες.
    Δεν είναι η Τέχνη το φως που μας τυφλώνει τα μάτια.
    Πρώτα είναι η αγάπη, η φιλία κι η μονομαχία.

    Πριν από τον πίνακα που υπομονετικά σχεδιάζεις,
    πριν από τον κόρφο της Τερέζας, με το περίβλημα της αϋπνίας,
    πριν από τη σφιγμένη μέση της αχάριστης Ματθίλδης,
    έρχεται, πάνω απ' όλα, η φιλία μας ζωγραφισμένη, σα το παιχνίδι της χήνας.

    Δαχτυλογραφικά αποτυπώματα από αίμα πάνω στο χρυσό,
    ραγίζουν τη καρδιά της Καταλωνίας, της αιώνιας.
    Αστέρια σα γροθιές, δίχως τον γύπα, σε φωτίζουν,
    όσο η ζωή κι η ζωγραφική σου ανθίζουν.

    Μη κοιτάς τη κλεψύδρα με τις μεμβράνινες φτερούγες,
    ούτε το αλύγιστο δρεπάνι των αλληγοριών.
    Ντύσε και ξέντυσε το πινέλο σου πάντα στον αγέρα,
    μπροστά στη θάλασσα που βρίθει από πλοία και ναυτικούς.

    Από τις εκδόσεις "ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ" σε μετάφραση Ράνιας Τζεν.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σκόρπιο Αίμα

    Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιος
    το θάνατό του φορτωμένος.
    Γύρευε να 'βρει την αυγή
    μα πουθενά η αυγή δεν ήταν.
    Γυρεύει τη σωστή θωριά του
    και τ' όνειρό του αλλάζει δρόμο.
    Γύρευε τ' όμορφο κορμί του
    και βρήκε το χυμένο του αίμα.

    Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια
    που είδε τα κέρατα κοντά του,
    όμως οι τρομερές μανάδες
    ανασηκώσαν το κεφάλι.
    Κι από το βοσκοτόπια πέρα
    ήρθ' ένα μυστικό τραγούδι
    που αγελαδάρηδες ομίχλης
    τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.

    Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια
    μπροστά του για να παραβγεί
    ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
    ούτε καρδιά να 'ν' τόσο αληθινή.
    Σαν ποταμός από λιοντάρια
    η ξακουσμένη του αντρειοσύνη,
    και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
    η στοχασιά του η μετρημένη.

    Τώρα για πάντα πια κοιμάται.
    Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
    με δάχτυλα που δε λαθεύουν
    το άνθος ανοίγουν του μυαλού του.
    Και το τραγουδιστό του αίμα
    κυλάει σε βάλτους και λιβάδια,
    γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων,
    άψυχο στέκει στην ομίχλη,
    σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
    σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
    μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
    να γίνει από αγωνία, πλάι
    στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.

    (μετάφραση του Νίκου Γκάτσου)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. DESIDERIO

    Soltanto il tuo cuore caldo
    e null'altro.

    Il mio paradiso un campo
    senza usignolo
    né lira,
    con un fiume breve
    e una piccola fonte.

    Senza la spinta del vento
    sulla fronda,
    senza la stella che vuole
    essere foglia.

    Una grande luce
    che fosse
    lucciola
    di un'altra,
    in un campo di
    sguardi perduti.

    Una limpida pace
    dove i nostri baci,
    nèi sonori
    dell'eco,
    si aprirebbero lontano.

    E il tuo cuore acceso,
    null'altro.


    Federico Garcia Lorca

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. L'ombra dell'anima mia L'ombra dell'anima mia
    fugge in un tramonto di alfabeti,
    nebbia di libri
    e di parole.
    L'ombra dell'anima mia!

    Sono giunto alla linea dove cessa
    la nostalgia
    e la goccia di pianto si trasforma
    in alabastro di spirito.
    (L'ombra dell'anima mia!)
    Il nodo del dolore
    finisce,
    ma resta la ragione e la sostanza
    del mio vecchio mezzogiorno di labbra
    del mio vecchio mezzogiorno
    di sguardi.
    Un torbido labirinto
    di stelle affumicate
    imprigiona le mie illusioni
    quasi appassite.
    L'ombra dell'anima mia!
    E un'allucinazione
    dispone gli sguardi.
    Vedo la parola amore
    sgretolarsi.
    Usignolo!
    Usignolo mio!
    Canti ancora?

    F. G. Lorca

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Τα χέρια μου αν μπορούσαν να μαδήσουν

    Τ' όνομά σου προφέρω
    μες στις σκοτεινές νύχτες,
    σαν έρχονται τ' αστέρια
    να πιούνε στο φεγγάρι
    και τα κλαδιά κοιμούνται
    των κούφιων φυλλωμάτων.
    Νιώθω, μ' έχει κοιλώσει
    η μουσική και το πάθος.
    Ρολόι τρελό, που ψάλλει
    ώρες νεκρές, αρχαίες.

    Τ' όνομά σου προφέρω
    τη σκοτεινή τούτη νύχτα
    και μου ηχεί τ' όνομά σου
    μακρινό όσο ποτέ.
    Μακρινότερο απ' όλα
    τ' άστρα και θρηνώδες
    κι από βροχή γαλήνια.

    Θα σε θέλω, όπως τότε,
    καμιά φορά; Ποιο λάθος
    έχει η καρδιά μου κάνει;
    Αν διαλύεται η καταχνιά,
    άραγε, ποιο άλλο πάθος
    με περιμένει; Θα 'ναι
    ήρεμο κι αγνό, τάχα;
    Αχ, αν τα δάχτυλά μου
    μπορούσαν να μαδήσουν
    ετούτο το φεγγάρι!

    F. G. Lorca

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Le stelle Le stelle
    non hanno fidanzato.

    Tanto belline,
    le stelle!
    Aspettano un rubacuori
    che le porti
    ad una sua ideale Venezia.

    Tutte le notti s'affacciano
    alle grate
    - oh cielo di mille piani! -
    e fanno segnali lirici
    ai mari d'ombra
    che le circondano.

    Ma attente,ragazze,
    perche' quando moriro'
    vi rapiro' una dietro l'altra
    sul mio cavallo di nebbia.

    F. G. Lorca

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. ALBA

    Il mio cuore angustiato
    avverte alle prime luci
    la pena del suo amore
    e il sogno di lontananza.
    La luce d'aurora reca
    una vena di rimpianti
    e la tristezza senz'occhi
    del midollo dell'anima.
    Il sepolcro della notte
    innalza il suo nero velo
    a occultare nella luce
    l'immediata cima stellata.
    Che farò su questi campi
    raccogliendo nidi e rami,
    circondato dall'aurora
    e piena di notte l'anima
    Che farò se gli occhi tuoi
    hai morti alle chiare luci
    e mai sentirà la mia carne
    il calore dei tuoi sguardi!
    Perchè ti perdei per sempre
    in quella limpida sera?
    Oggi il mio petto ò arido
    come una stella spenta.
    E' VERO
    Ahi, che fatica mi costa
    amarti come ti amo!
    Per il tuo amore mi duole l'aria,
    il cuore
    e il cappello.
    Chi mi compra
    questo nastrino
    e questa tristezza di filo
    bianco, per tessere fazzoletti?
    Ahi che fatica mi costa
    amarti come ti amo!

    FEDERICO GARCIA LORCA

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Il cozzo e la morte

    Alle cinque della sera.
    Eran le cinque in punto della sera.
    Un bambino portò il lenzuolo bianco
    alle cinque della sera.
    Una sporta di calce già pronta
    alle cinque della sera.
    Il resto era morte e solo morte
    alle cinque della sera.
    Il vento portò via i cotoni
    alle cinque della sera.
    E l’ossido seminò cristallo e nichel
    alle cinque della sera.
    Già combatton la colomba e il leopardo
    alle cinque della sera.
    E una coscia con un corno desolato
    alle cinque della sera.
    Cominciarono i suoni di bordone
    alle cinque della sera.
    Le campane d’arsenico e il fumo
    alle cinque della sera.
    Negli angoli gruppi di silenzio
    alle cinque della sera.
    Solo il toro ha il cuore in alto!
    alle cinque della sera.
    Quando venne il sudore di neve
    alle cinque della sera,
    quando l’arena si coperse di iodio
    alle cinque della sera,
    la morte pose le uova nella ferita
    alle cinque della sera.
    Alle cinque della sera.
    Alle cinque in punto della sera.

    Una bara con ruote è il letto
    alle cinque della sera.
    Ossa e flauti suonano nelle sue orecchie
    alle cinque della sera.
    Il toro già mugghiava dalla fronte
    alle cinque della sera.
    La stanza s’iridava d’agonia
    alle cinque della sera.
    Da lontano già viene la cancrena
    alle cinque della sera.
    Tromba di giglio per i verdi inguini
    alle cinque della sera.
    Le ferite bruciavan come soli
    alle cinque della sera.
    E la folla rompeva le finestre
    alle cinque della sera.
    Alle cinque della sera.
    Ah, che terribili cinque della sera!
    Eran le cinque a tutti gli orologi!
    Eran le cinque in ombra della sera.


    Federico Garcìa Lorca

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. LA LUCE



    E' la magica ora intensa del tramonto.

    Il monte si dissangua. La luce è bionda.

    Io cammino sul sentiero con aria distrutta,

    la fronte bassa e il cuore rosso.



    Il poeta è l'ombra luminosa che cammnina

    con la pretesa di collegare gli uomini a Dio,

    senza considerare che l'azzurro è un Sogno che vive

    e la Terra è un altro sogno che da tempo è morto.



    L'azzurro che ammiriamo possiede la gran tristezza

    di non prevedere mai dov'è la propria fine,

    e Dio è la tristezza suprema ed impossibile

    dal momento che il suo perchè profondo

    neanche può parlare.



    Il segreto di tutto non esiste.

    Le stelle sono anime

    che vollero dare la scalata al mistero.

    L'essenza del mistero le rese luce di pietra,

    ma non riuscirono a introdursi nella sua Pace.



    Federico Garcia Lorca
    da "Poesie sparse" 1917/1936

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Desiderio

    Solo il tuo cuore ardente
    e niente più.

    Il mio paradiso un campo
    senza usignolo né lire,
    con un fiume discreto
    e una fontanella.

    Senza lo sprone del vento
    sopra le fronde
    né la stella che vuole
    essere foglia.

    Una grandissima luce
    che fosse lucciola
    di un'altra,
    in un campo
    di sguardi viziosi.

    Un riposo chiaro
    e lì i nostri baci,
    nei sonori dell'eco,
    si aprirebbero molto lontano.

    Il tuo cuore ardente,
    niente più.

    F. Garcia Lorca

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Όταν Το Φεγγάρι Ανατέλλει...

    Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
    οι καμπάνες χάνονται
    κι εμφανίζονται
    αδιαπέραστα μονοπάτια.

    Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
    η θάλασσα σκεπάζει τη γη
    κι η καρδιά νιώθει
    σαν ένα νησί στην απεραντοσύνη.

    Κανείς δε τρώει πορτοκάλια
    τη πανσέληνο.
    Πρέπει μόνο
    κρύα πράσινα φρούτα.

    Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
    με εκατό ίδια πρόσωπα
    τα ασημένια νομίσματα
    κλαίνε στη τσέπη.

    Federico Garcia Lorca

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Ποίημα Τσιγγάνικης Σιγκιρίγιας
    Τοπίο

    Ο κάμπος με τα λιόδεντρα
    ανοίγεται και κλείει
    όπως ένα ριπίδι.
    Πάνω απ' τον ελιώνα
    ουρανός γκρεμισμένος
    και σκοτεινή βροχή
    από παγερά αστέρια.
    Σκίνος κι ημίφως τρέμουνε
    στου ποταμού τον όχτο.
    Ζαρώνει ο γκρίζος άνεμος.
    Τα λιόδεντρα βαριά 'ναι
    από κραυγές.
    Ένα σμήνος πουλιά
    αιχμαλωτισμένα
    κινούν τις μακρουλές
    ουρές τους στο σκοτάδι.

    FEDERICO GARCIA LORCA

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. 12 Τραγούδια του FEDERICO GARCIA LORCA (κυκλοφορεί σε CD,συνθέτης Γ. Γλέζος)

    1. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΛΑΡΗ
    2. ΣΕΒΙΛΛΙΑΝΟ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
    3. ΟΙ ΡΗΓΑΔΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΟΥΛΑΣ
    4. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΙΛΙ
    5. ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΝ ΑΥΓΗ
    6. ΜΠΑΛΚΟΝΙ
    7. ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΚΛΑΡΙΑ
    8. ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
    9. ΧΑΡΤΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
    10. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ
    11. ΚΕΦΑΛΟΔΕΣΙ
    12. ΚΟΡΝΤΟΒΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Tutta l'oscurità di notti senza luna
    nell'anima è addensata in un fior di lamento.
    Nel calice d'acciaio essenze dei Mai Più,
    e i petali si tingono d'un'elusa realtà.

    La bocca salda e rosa non sentirà il contatto
    delle mie labbra stanche di dare baci al vento.
    Né le mani assetate nel mio atto dorato
    vi lasceran violette recise nella carne.

    Sul roveto fiorito restò la mia agonia
    scorticata e ferita di Chopin e di piano,
    cominciata in un ritmo sessuale e sereno.

    E lontano la dea della Malinconia
    taglia il mio fiore amaro
    con la sua calda mano,
    imbiancandomi il capo
    con rose di memoria.

    Federico Garcìa Lorca

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Federico Garcia Lorca
    Από τη συλλογή "Πούσι" (Άγρα, 1989)

    Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
    και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
    Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
    τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
    Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
    και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
    Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
    κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.
    Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
    και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
    Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς το Βοριά.
    Τράβα μπροστά -ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλλει.
    Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
    και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
    Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
    τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.
    Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
    Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
    Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
    κ' ίσα έν' αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
    Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
    Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
    σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
    μέσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.
    Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
    Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
    Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
    και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. ΑΣΤΡΑ............

    Τ'αστρα δεν έχουν μνηστήρα
    κι είναι τόσο όμορφα...
    Περιμένουν ένα καρδιοκατακτητή που θα τα συνοδεύσει
    σε μια δική του ιδανική Βενετία.

    Κάθε νύχτα εκεί αγναντεύουν- μεσ'στον απέραντο ουρανό- στέλνοντας λυρικά μηνύματα
    στις θαλάσσιες σκιές,
    που φλερτάρουν στο σκοτάδι. Προσέξτε κορίτσια,
    όταν μια ταξιδέψω στο σκοτάδι,
    μια μετά την άλλη θα σας κλέψω
    με της ομίχλης μου το άλογο....

    Federico Garcia Lorca
    (trad. Lunapiena)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.

Lunapiena