Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Γιώργος ΣΕΦΕΡΗΣ

ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσά τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς της ζωής.
Τ᾿ άλογα στ᾿ αλώνια καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Όλα πηγαίνουν εκεί καὶ τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη, μια στιγμή λυγίζει
δεν αντέχει πιά γονάτισε.
Όλα τ᾿ αλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται άστρα.
***
Παραμονή της μακρύτερης μέρας.
*******
λοι βλέπουν οράματα
κανεὶς ωστόσο δὲν τ᾿ ομολογεί·
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.
Το μεγάλο τριαντάφυλλο ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο
δικό σου και άγνωστο.
Αλλά μονάχα τώρα που τα χείλια σου τ᾿ άγγιξαν
στ᾿ απώτατα φύλλα
ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτή
να πέφτει στο ποτάμι του καιρού
-το φοβερό παφλασμό.
***
Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε
τούτη η ανάσα.
Γιώργος Σεφέρης

14 σχόλια:

  1. Κι όμως σ᾿ αυτὸ τον ύπνο
    τ᾿ όνειρο ξεπέφτει τόσο εύκολα
    στο βραχνά.
    Όπως το ψάρι που άστραψε κάτω απ᾿ το κύμα
    και χώθηκε στο βούρκο του βυθού
    ή χαμαιλέοντας όταν αλλάζει χρώμα.
    Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
    μαστροποὶ και πολιτικιὲς
    διαλαλούν σάπια θέλγητρα·΄
    η κυματόφερτη κόρη
    φορεί το πετσὶ της γελάδας
    για να την ανεβεί το ταυρόπουλο·
    ο ποιητὴς
    χαμίνια του πετούν μαγαρισιὲς
    καθὼς βλέπει τ᾿αγάλματα
    νὰ στάζουν αίμα.
    Πρέπει νὰ βγεις απὸ τούτο τον ύπνο·
    τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.

    (συνέχεια...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δ´
    Στὸ τρελὸ ανεμοσκόρπισμα
    δεξιὰ ζερβὰ πάνω καὶ κάτω
    στροβιλίζονται σαρίδια.
    Φτενοὶ θανατεροὶ καπνοὶ
    λύνουν τα μέλη των ἀνθρώπων.
    Οι ψυχὲς
    βιάζουνται ν᾿ ἀποχωριστούν το σώμα
    διψούν και δε βρίσκουν νερὸ πουθενά·
    κολνούν εδω κολνούν εκεί στην τύχη
    πουλιὰ στις ξόβεργες·
    σπαράζουν ἀνωφέλευτα
    όσο που δε σηκώνουν άλλο τα φτερά τους.

    Φυραίνει ο τόπος ολοένα
    χωματένιο σταμνί.

    (συνέχεια..)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ε´
    Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικὰ σεντόνια
    δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει
    παρὰ τούτο τὸ τέρμα.
    Στη ζεστὴ νύχτα
    η μαραμένη ιέρεια της Εκάτης
    με γυμνωμένα στήθη ψηλὰ στο δώμα
    παρακαλά μία τεχνητὴ πανσέληνο, καθὼς
    δυὸ ανήλικες δούλες που χασμουριούνται
    αναδεύουν σε μπακιρένια χύτρα
    αρωματισμένες φαρμακείες.
    Αύριο θα χορτάσουν όσοι αγαπούν τα μυρωδικά.

    Το πάθος της και τα φτιασίδια
    είναι όμοια με της τραγωδού
    ο γύψος τους μάδησε κιόλας.

    (συνέχεια...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Στ´
    Κάτω στις δάφνες
    κάτω στις άσπρες πικροδάφνες
    κάτω στον αγκαθερὸ βράχο
    κι η θάλασσα στα πόδια μας γυάλινη.
    Θυμήσου το χιτώνα που έβλεπες
    ν᾿ ἀνοίγει και να ξεγλιστρά πάνω στη γύμνια
    κι έπεσε γύρω στους ἀστραγάλους
    νεκρός -
    αν έπεφτε έτσι αυτὸς ο ύπνος
    ανάμεσα στις δάφνες των νεκρών.

    (συνέχεια...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ζ'
    Η λεύκα στὸ μικρὸ περιβόλι
    η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
    μέρα και νύχτα·
    κλεψύδρα ποὺ γεμίζει ο ουρανός.
    Στη δύναμη του φεγγαριού τὰ φύλλα της
    σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
    Στο σύνορο είναι λιγοστὰ τα πεύκα
    έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
    κι άνθρωποι καθὼς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
    Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
    σαν έρχεται να πιεί
    κι ακούς καμιὰ φορὰ φωνὴ της δεκοχτούρας.

    Στο μικρὸ περιβόλι δέκα δρασκελιὲς
    μπορεί να ιδείς το φως του ήλιου
    να πέφτει σε δυὸ κόκκινα γαρούφαλα
    σε μίαν ελιὰ και λίγο αγιόκλημα.
    Δέξου ποιὸς εἶσαι.
    Το ποίημα
    μην τὸ καταποντίζεις στα βαθιὰ πλατάνια
    θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
    Τα περισσότερα -
    σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Η'
    T' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
    επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.

    T' άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
    τη δική σου φωνή
    όχι εκείνη που σ' αρέσει·
    μουσική σου είναι η ζωή
    αυτή που σπατάλησες.
    Mπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
    αν καρφωθείς σε τούτο τ' αδιάφορο πράγμα
    που σε ρίχνει πίσω
    εκεί που ξεκίνησες.

    Tαξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
    άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
    ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
    και το βογκητό της γυναίκας
    την πίκρα του άγουρου παιδιού -
    ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
    αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
    Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·
    τη βλάστηση της νιότης,
    το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.

    Zωή σου είναι ό,τι έδωσες
    τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
    το άσπρο χαρτί.

    (συνέχεια...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Θ'
    Mιλούσες για πράγματα
    που δεν τά 'βλεπαν
    κι αυτοί γελούσαν.

    Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
    πάνω νερά·
    να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
    στα τυφλά, πεισματάρης
    και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
    σαν το πολύροζο λιόδεντρο -
    άφησε κι ας γελούν.
    Kαι να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
    στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
    στ' αφανισμένο τούτο παρόν -
    άφησέ τους.

    O θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
    υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.

    (συνέχεια...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ι´
    Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν
    στο γλυκοχάραμα της μέρας
    είδα τα χείλια που άνοιγαν
    φύλλο το φύλλο.

    Έλαμπε ένα λιγνὸ δρεπάνι στον ουρανό.
    Φοβήθηκα μην τα θερίσει.

    (συνέχεια...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. ΙΑ´
    Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη
    πλεούμενα κι άσπρα πανιὰ
    μπάτης από τα πεύκα και τ᾿ Ορος της Αίγινας
    λαχανιασμένη ανάσα·
    το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα της
    εύκολο και ζεστὸ
    σκέψη σχεδὸν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.

    Μα στα ρηχὰ
    ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
    και στο βυθὸ -
    αν συλλογιζόσουν ως που τελειώνουν τα όμορφα νησιά.

    Σε κοίταζα μ᾿ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.

    (συνέχεια...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. ΙΒ'
    Το αίμα τώρα τινάζεται
    καθὼς φουσκώνει η κάψα
    στις φλέβες τ᾿ οὐρανού τ᾿ ἀφορμισμένου.
    Γυρεύει να περάσει απὸ το θάνατο
    για να῾βρει τη χαρά.

    Τὸ φως είναι σφυγμὸς
    ολοένα πιο αργὸς και πιο αργὸς
    θαρρείς πως πάει να σταματήσει.

    (συνέχεια...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. ΙΓ'
    Λίγο ἀκόμη και θα σταματήσει ο ήλιος.
    Τα ξωτικὰ της αυγής
    φύσηξαν τα στεγνὰ κοχύλια·
    το πουλὶ κελάηδησε τρεις φορὲς τρεις φορὲς μόνο·
    η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
    μένει ἀκίνητη
    κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
    εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.
    Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθὺ χαράκι
    ψηλὰ στο θόλο του γαλάζιου -
    δες τον, θ᾿ανοίξει.

    Αναστάσιμη ωδίνη.

    (συνέχεια...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. ΙΔ´
    Τώρα,
    με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
    το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
    η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
    και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα και το τίναγμα
    τα χείλια, το χαϊδεμένο δέρας,
    όλα γυρεύουν να καούν.

    Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
    κυριεμένο απ᾿ το ρετσίνι
    βιάζεται να γεννήσει φλόγα
    και δε βαστα πιὰ την παιδωμή -

    φώναξε τα παιδιὰ να μαζέψουν τη στάχτη
    και να τη σπείρουν.
    Ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά.

    Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
    πρέπει νὰ καούν
    τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
    στην καρδιὰ του εκατόφυλλου ρόδου.

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Ciao!
    Sono tornata!
    E ho giá tanta nostalgia della Grecia.

    Bella questa cosa della radio.
    Cosí nel tuo blog mi sentiró proprio "a casa".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. BENTORNATA! Agapi....

    Quando ritorni "a Casa"?
    Un abbraccione
    Vasso

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.

Lunapiena