κι ο ήλιος χαμογελούσε
στα πικραμένα σύννεφα
που συγκρατούσαν δάκρυα και στεναγμούς.
Μια μαργαρίτα άνοιξε διάπλατα τα πέταλά της
καταμεσής στο περιβόλι
περήφανη για την τιμή που της έγινε,
ν'ανθίσει κάτω απ'τη μηλιά.
Κι ήταν πρωί...
άνοιξες διάπλατα το παραθύρι,
να μπεί στο σπίτι φώς
κι ανέπνευσες βαθειά,
να γεμίσουν τα στήθη σου δροσιά.
Ένα δάκρυ κύλησε στης ανάμνησης το βωμό
κι ο στεναγμός αγκάλιασε την σκέψη
κι έγινε τραγούδι, κελάηδεμα καρδερίνας,
που ήταν κλεισμένη στο κλουβί,
φυλακισμένη μες τη μοναξιά της.
Κι ήταν πρωί...
κι η ελπίδα ξύπνησε τα παιδιά,
μια καινούρια μέρα ξημέρωσε
κι έσβησε ο ήλιος τον φόβο
και σκόρπισε τον εφιάλτη.
Η ανθισμένη λεμονιά κερνά υποσχέσεις
στη γαλανή ματιά της κόρης
που περιμένει να φανεί ο ταχυδρόμος.
Κι ο γερο-Μιχάλης φάνηκε στην πόρτα
ακουμπισμένος στο μπαστούνι
μπορεί ακόμα να διαβεί το κατώφλι
και να χαιδεύει τη μηλιά.
Κι ήταν πρωί...
γέμισε η αυλή σπουργίτια,
ακάλεστοι επισκέπτες, χωρίς ντροπή,
κλέβουν το σπόρο της ροδιάς.
Ψάχνει η ματιά σου τη στροφή
του ασφαλοστρωμένου δρόμου
περιμένοντας να προβάλλει η ελπίδα.
Άρχισε όμως η βροχή, μια καταιγίδα
κρύφτηκε ο ήλιος πίσω απο τα σύννεφα
κι επέστρεψε ο εφιάλτης
κι ο γέρο Μιχάλης ανήμπορος
να επιστρέψει πιά στο κατώφλι
σωριάστηκε στο χώμα.
Κι ήταν ακόμα πρωί...
Lunapiena
...Era mattino
ΑπάντησηΔιαγραφήed il sole ha sorriso
alle nuvole triste
che cercavano di trattenere
le loro lacrime tra gli sighiozzi.
La margherita apriva
lentamente i suoi petalli
nel centro del giardino,
orgogliosa per l'onore di fiorire
sotto l'albero di melo.
Era mattino...
Hai aperto tutte le finestre
per illuminare la tua casa
e hai respirato profondamente
per riempirti di freschezza.
Una lacrima è caduta
nell'altare della memoria
e il sighiozzo ha abbracciato il pensiero
ed è diventato canzone,
come quel canto triste del cardello
chiuso in una bella gabbia,
prigioniero delle sua solitudine.
Era mattino...
e la speranza ha svegliato i ragazzi
all'alba della nuova giornata
Ha vinto il sole sulla paura
e si è sciolto l'incubo.
Il limone fiorito offre promesse
al sguardo azzurro della ragazza
che aspetta con ansia il postino.
E Michele, il vecchio signore,
appoggiato sul bastone
è arrivato fin al giardino
per accarezzare le foglie del melo.
Era mattino
è riempito il cortile di passeroti
spudorati ospiti non invitati,
rubano il seme del melograno.
E il tuo sguardo cerca all'angolo
della grigia strada d'asfalto,
aspettando il sorriso della speranza
E' arrivata la pioggia, si è fatta tempesta
il sole si è nascosto sotto le nuvole
è ritornato l'incubo
e il vecchio Michele ormai debole
impotente di ritornare nel sotteraneo
è crolato sull'umido della terra.
ed.. era mattino....