L'UOMO e IL MARE
di Charles Baudelaire
Sempre il mare, uomo libero, amerai!
Perché il mare è il tuo specchio;
tu contempli nell'infinito svolgersi dell'onda l'anima tua,
e un abisso è il tuo spirito non meno amaro.
Godi nel tuffarti in seno alla tua immagine;
l'abbracci con gli occhi e con le braccia,
e a volte il cuore si distrae dal suo suono
al suon di questo selvaggio ed indomabile lamento.
Discreti e tenebrosi ambedue siete:
uomo, nessuno ha mai sondato il fondo dei tuoi abissi;
nessuno ha conosciuto, mare, le tue più intime ricchezze,
tanto gelosi siete d'ogni vostro segreto.
Ma da secoli infiniti senza rimorso
né pietà lottate fra voi,
talmente grande è il vostro amore
per la strage e la morte,
o lottatori eterni,
o implacabili fratelli!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ο Βράχος και το Κύμα
ΑπάντησηΔιαγραφή«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Aφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκοίταζες κ’ εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πού ’θε’ κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό... Eξύπνησα λιοντάρι!...»
O βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Tου φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Oλόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι σύ κ’ ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;...
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»
«Bράχε, με λέν εκδίκηση. M’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. M’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια...
M’ έκαμες ξυλοκρέβατο... M’ εφόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς... Tο ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη...
Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη·
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου, γίγαντας στέκω εμπρός σου.»
O βράχος εβουβάθηκε. Tο κύμα, στην ορμή του,
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Xάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
σαν να ’ταν από χιόνι.
Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κ’ εκλείστηκε. Tώρα δεν απομένει,
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω,
ΑπάντησηΔιαγραφήαπ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
............
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σαν μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδειά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Κ. Βάρναλης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ "ΣΤO ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ,,
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω
απ' το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ' άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ' τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι
ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι' ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι' αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι' αυτά μες στ' όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι' αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ' τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι' από τους μαύρους κολασμένους ....
Κ. Βάρναλης