«Μ έ ρ ι α σ ε, βράχε, να δ ι α β ώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μ έ ρ ι α σ ε! μες τα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θ έ ρ ι ε ψ ε... η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε... του κόσμου που 'πε τώρα:
«Β ρ ά χ ε, θα πέσεις... έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο 'γλυφα και σο 'πλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ' εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση,,, που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα,
μέρα και νύχτα σ'έσκαφτα... τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ' άνοιγα.. το λάκκο που 'θε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα.. τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου... στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα 'φαγα... σ' έκαμα κουφολίθι.
Μ έ ρ ι α σ ε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό... Ε ξ ύ π ν η σ α λιοντάρι...»
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού... τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν... ο βράχος στον αθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά.. χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Π ο ι ο ς... είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά... τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό.. μ' αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το... ε ύ κ ο λ α δεν πεθαίνω!»
«Β ρ ά χ ε, με λένε Ε κ δ ί κ η σ η. Μ' επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ' α ν ά θ ρ ε ψ ε ν... ο πόνος.
Ή μ ο υ ν α δάκρυ μια φορά... και τώρα κοίταξέ με,
έ γ ι ν α... θάλασσα πλατιά, πέσε, π ρ ο σ κ ύ ν η σ έ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου... βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σ έ ρ ν ω... ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ' αχνάρια...
Μ' έ κ α μ ε ς.. ξυλοκρέβατο... Με φ ό ρ τ ω σ ε ς κουφάρια...
Σε ξένους μ' έ ρ ι ξ ε ς γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου
το π ε ρ ι γ έ λ α σ α ν πολλοί... και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά... με την ελεημοσύνη.
Μ έ ρ ι α σ ε.... βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ.... ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας.... σ τ έ κ ω εμπρός σου!»
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ο ρ μ ή του
εκαταπόντησε μεμιάς.... το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται,
λιώνει.... σα να 'ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που 'ταν το στοιχειό... κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γ α λ α ν ό λ ε υ κ ο... επάνω από το μνήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.
Lunapiena