Νίκος Καββαδίας - Θάνος Μικρούτσικος
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά.... μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε.. σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές... στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός... αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής.. τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη... το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ.. τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ.. πίτες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε.. ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ... να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γ α λ α ν ή... που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιός... θε να την πιεί σ’ ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ... που λύνεις μάγια,
κ α τ ά φ ε ρ ε... το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει.... να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο.. να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι... μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι... να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μ έ θ η;
Ρούθ, δε μιλάς; Γ ι α τ ί... τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ... το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με... απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κ ά τ ι πιο βαθύ... που με λερώνει.
Γ ι έ μου πού πας;
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά.... μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε.. σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές... στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός... αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής.. τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη... το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ.. τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ.. πίτες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε.. ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ... να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γ α λ α ν ή... που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιός... θε να την πιεί σ’ ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ... που λύνεις μάγια,
κ α τ ά φ ε ρ ε... το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει.... να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο.. να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι... μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι... να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μ έ θ η;
Ρούθ, δε μιλάς; Γ ι α τ ί... τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ... το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με... απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κ ά τ ι πιο βαθύ... που με λερώνει.
Γ ι έ μου πού πας;
Μ ά ν α.... θα πάω στα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά.... κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό.... που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό... με νανουρίζει.
Κουφός ο Σάλαχ... το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με.... απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ... που με λ ε ρ ώ ν ε ι.
Γιέ μου π ο ύ π α ς;
Μάνα... θ α π ά ω στα καράβια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.
Lunapiena