Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Κωστής Παλαμάς

Ένα ΘΕΟ εγώ Ξέρω την ΑΓΑΠΗ
Δεν ξέρω εγώ κανένα θεό χρέος,
ένα θεό εγώ ξέρω· την Αγάπη.
Αγάπη, από το χρέος σου είμ’ ωραίος.
Εσύ με κάνεις δούλο, εσύ σατράπη,
φτερά τα κάνεις τα σκοινιά του γάμου·
πότε με δέρνεις, βέργα ενός αράπη,
πότε ανθείς, περιβόλι ολόγυρά μου.
Εσύ με τα βαθιά τα καταφρόνια με γιομίζεις·
πλαταίνεις την καρδιά μου,
σα θάλασσας αγέρας τα πλεμόνια.
Έρωτα εσύ, μονάρχη και γενάρχη!
Εσύ τυφλή και η Μοίρα, εσύ και η Πρόνοια.
Ό,τι δεν αγαπούμε, δεν υπάρχει.
Κ. Παλαμάς

10 σχόλια:

  1. Οι μεγάλες πατρίδες δε μετριένται

    με τον πήχη και με το διαβήτη·

    μεγάλες είναι, και δοξολογιένται,



    κι ανίσως είν’ η Αθήνα, η Σπάρτη, η Κρήτη.

    Λαοί μας φούχτας, μιας σπιθαμής τόποι,

    και τη μεγαλοσύνη τους κηρύττει



    ντουνιάς, παντού, και Αμερική κι Ευρώπη.

    Τρανεύουν τα μικρά, και τα μεγάλα

    στενεύουνε και παν. Ακούστε ανθρώποι!



    Εκείνη που του κόσμου για δασκάλα

    ποζάρει, η καπετάνισσα κι η Ελλάδα,

    ο αφρός, το θάμα, του πουλιού το γάλα.

    Κ. Παλαμάς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπροστά η ζωή, κι όποια ζωή· το πίσω

    πάντα είν’ αστένεια κι είναι χαλασμός·

    ήρωα, φοβάμαι να σ’ ακολουθήσω,

    ο λόγος σου είν’ αξήγητος χρησμός –

    – Ο λόγος μου η ξεγύμνωτη είν’ αλήθεια

    κι η αλήθεια είναι σεισμός και πειρασμός,

    σαλπίστε τον το λόγο μου στα πλήθια.

    Πίσω και πίσω, πάλε απ’ την αρχή!

    Ροδοζαχαρωμένα παραμύθια,

    αθώα για σας δεν είναι πια η ψυχή.

    Χτύπα, απαρνήσου, λαβωνε, βλαστήμα.

    σβήσε, ξανά ν’ αναστηθείς, φυλή!


    Κ. Παλαμάς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ας θυμηθούμε και το Διγενή....

    Ίαμβοι και Ανάπεστοι


    Καβάλλα πάει ο Χάροντας
    το Διγενή στον Άδη,
    κι άλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται
    τ' ανθρώπινο κοπάδι.

    Και τους κρατεί στου αλόγου του
    δεμένους τα καπούλια,
    της λεβεντιάς τον άνεμο,
    της ομορφιάς την πούλια.

    Και σα να μην τον πάτησε
    του Χάρου το ποδάρι,
    ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
    κοιτάει τον καβαλλάρη!

    - Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
    δεν περνώ με τα χρόνια.
    Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες
    στα μαρμαρένια αλώνια;

    Ειμ' εγώ η ακατάλυτη
    ψυχή των Σαλαμίνων.
    Στην Εφτάλοφην έφερα
    το σπαθί των Ελλήνων.

    Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
    μονάχα ξαποσταίνω.
    Στη ζωή ξαναφαίνομαι
    και λαούς ανασταίνω!

    Κ. Παλαμάς
    (απόσπασμα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τα μάτια της ψυχής μου


    Σου φέρνω απ' τη γαλάζια μου πατρίδα
    Κι απ' τα φωτοσπαρμένα της τα μέρη,
    Μιας μάγισσας δουλειά, μιαν αλυσίδα
    Που ανθρώπου δε μπορεί να πλάσει χέρι.

    Είδα τον ήλιο κι είδα κάθε αστέρι,
    Μα να 'χουνε τη λάμψη της δεν είδα...
    Μονάχα σε σου πρέπει, αγνό της ταίρι
    Αγάπη μου είσαι συ, καμαροφρύδα!

    Ρουμπίνια εδώ κι εκεί μαργαριτάρια
    Την πλέκουν...από δάκρυα έχουν γίνει,
    Όλο από δάκρυα τα μαργαριτάρια

    Κι είναι από αίμα κάθε της ρουμπίνι...
    Και το διαμάντι που σφιχτά τη δένει
    Ο έρωτάς είναι, πολυαγαπημένη.

    Κ. Παλαμάς
    Τα μάτια της ψυχής μου , 1892 (απόσπασμα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ύμνος εις την Αθηνά

    Χαρά σ' εσέ, χώρα λευκή και χώρα ευτυχισμένη!
    Καμιά χώρα σ' όλη τη γη, καμιά στην οικουμένη
    δεν ηύρε τέτοιο φυλαχτό σαν το δικό μου μάτι.
    Απ' άλλες χώρες πέρασα γοργά - γοργά τρεχάτη
    και μ' είδαν της Ελλάδας μου τ' αγαπημένα μέρη
    σαν άνεμο και σαν αϊτό και σύννεφο κι αστέρι.
    Όμως σ' εσέ το θρόνο μου αιώνια θεμελιώνω
    και ρίζωσ' η αγάπη μου στα χώματά σου μόνο.

    Κ. Παλαμάς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Κάποιος Φλεβάρης μακρινός τον πήρε στα φτερά του...
    τον Ποιητή των Ποιητών....

    "Ολοι πατήσανε πάνου στα φτερά του
    για να βρούνε τον εαυτό τους....

    «... Πώς έχαινε ο λάκκος! Μικρός για έναν τόσο μεγάλον άνθρωπο.
    Κι όμως από τον μικρόν αυτό λάκκο θα περάσει ολάκερη η γης...».

    «Ο αέρας φυσούσε όλο και δυνατότερα.
    Ο αέρας που θα συνεπάρει όλους μας.
    Ποιοι θα σωθούνε από τους συγγραφείς που μένουνε;
    Αυτό θα το πει ο Χάρος. Είναι ο μεγαλύτερος κριτικός!».

    ...έτσι τον χαιρέτησε ο Βάρναλης.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. για τον Ποιητή και η θρησκεία, όπως και η Τέχνη και η Ποίηση,
    ένα όνομα πρέπει να έχει: Ελλάδα..

    Όμως τα ιερά σας και τα τίμια
    κι όσα δεν αναγνωρίζετε
    κανείς του άλλου, σα να τάβρα ταιριασμένα,
    πρωτογέννητα κι ορθά για το ξετύλιμα,
    κυνηγός και στρατοκόπος μια φορά
    στα ψηλά τα βουνά τα χιονοσκεπασμένα
    ...κι ηύρα σαν πρωτάρη ένα λαό,
    ...κ' έχει γνώμη, κ' έχει δύναμη, και θέλει
    τα λεβέντικα τραγούδια του τα ζη
    κι ο ίδιος είναι σαν αγάλματα θεϊκά.
    ...Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες
    και με ονόματα τους κράζουν πονηρά
    κλέφτες και απελάτες και προδότες,
    τους μισούν οι βασιλιάδες κι όλ' οι τύραννοι,
    κ' είναι, μέσα στους σκυφτούς, τα παλληκάρια,
    κ' είναι, μέσ' στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες.

    Κ. Παλαμάς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Του οικοδόμου θα του δείξουμε ρυθμούς,
    νόμους του σοφού σ' εμάς θα τρέξουν
    όμοια κυβερνήτες και τεχνίτες,

    πύργοι θα υψωθούν και πολιτείες,
    και παντού ξανά θα στηλωθούν
    των καλών και των ωραίων οι δικιοκρίτες.

    Μόλις βγούμε απ' αυτό δα το κοιμητήρι
    προς το φως και στα τετράπλατα του αέρα
    σαν τα πρώτα θάβρουμε τα νιάτα,
    κ' έξω απ' τα στενά κιβούρια,
    Καίσαρες κι Αλέξαντροι, θ' ανοίξουμε,
    με του Λόγου το σπαθί, τη στράτα.

    'Ολυμπων κορφές και Παρνασσών!
    Κι απ' τη σκέψη κι απ' τα μέτρα μας
    γίνοντ' άνθρωποι και Παρθενώνες
    πέρα ως πέρα στην ψυχή μια νεκρανάσταση!
    Το μεγάλο Πάνα ολόχαροι
    ξαναπροσκυνάν οι αιώνες.

    Κ' οι κακόσορτοι σοφοί και οι στέρφοι
    δάσκαλοι, που χρόνια και καιρούς
    μας κρατούσανε σαβανωμένους
    και μαζί μας πάνε σέρνοντάς μας,
    άγια στερνολείψανα
    του χαμένου Γένους,

    έτσι βλέποντάς μας χρυσοφτέρουγους
    από μέσα από τα χέρια τους να φεύγουμε
    σε αποθέωση που δε θα ξαναγίνει
    θα πιστέψουν πως σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
    κι από της θεότης μας τ' αντίφεγγα
    σαν ημίθεοι θα φαντάξουν ως κ' εκείνοι!

    Κ. Παλαμάς
    "Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου"
    (απόσπασμα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Το 1912, ο Κ. Παλαμάς δημοσιεύει την ποιητική συλλογή
    «Καημοί της λιμνοθάλασσας», που προέρχεται από τα νεανικά βιώματά του,
    όταν ζούσε στην Ιερή Πολη του Μεσολογγίου

    Μια πίκρα

    Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τάζησα
    κοντά στ’ ακρογιάλι,
    στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
    στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
    Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
    ζωούλα προβάλλει,
    και βλέπω τα ονείρατα κι’ ακούω τα μιλήματα
    των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι,
    στενάζει, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:
    Να ζούσα και πάλι
    Στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
    στην θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
    Μια μάνα είν’ η μοίρα μου, μια μάνα είν’ η χάρη μου,
    δεν γνώρισα κι άλλη:
    Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
    και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη.
    Και να! μες τον ύπνο μου την έφερε τόνειρο
    κοντά μου και πάλι
    τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
    τη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
    Κι εμέ, τρισαλίμονο, μια πίκρα με πίκρανε,
    μια πίκρα μεγάλη,
    και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα
    της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι.
    Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
    και ποια ανεμοζάλη,
    που δεν μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
    πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι,
    Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ ανεξήγητη,
    μια πίκρα μεγάλη,
    η πίκρα που είν’ άσβηστη και μες τον παράδεισο
    των πρώτων μας χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι.

    (Καημοί της Λιμνοθάλασσας)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Ὁ γκρεμιστής
    Ακούστε. Εγὼ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ᾿ εγὼ κι ο κτίστης,
    ο διαλεχτὸς της άρνησης κι ο ακριβογιὸς της πίστης.
    Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιὰ και χέρι.
    Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενὸς πόθου αστέρι.
    Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
    πάντα κοιτάζω πρὸς το φως το απόμακρο της μέρας.
    εγὼ ο σεισμὸς ο αλύπητος, εγὼ κι ο ανοιχτομάτης·
    του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
    και με το καριοφίλι μου και με τ᾿ απελατίκι
    την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
    Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
    κάλλιο φουσκωστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
    καί, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
    παρὰ σε πύργους άρχοντας και σε ναοὺς το Ψέμα.
    Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ᾿ ἀγρίμια
    ξανάρχεται. Καλώς να ῾ρθη. Γκρεμίζω την ασκήμια.
    Είμ᾿ ένα ανήμπορο παιδὶ που σκλαβωμένο το ῾χει
    το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε οχι
    δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
    τὸ λόγο που δὲν έρχεται, και μία ντροπὴ το δένει
    Μὰ τὸ τσεκούρι μοναχὰ στο χέρι σαν κρατήσω,
    και το τσεκουρι μου ψυχὴ μ᾿ ένα θυμὸ περίσσο.
    Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ του δούλεψε τ᾿ ατσάλι
    και νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ και βράχο το κεφάλι,
    καὶ θέλω νὰ τραβήξω εμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ανοίξω,
    καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ένα Ὄχι να βροντήξω;
    Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι εἶστε
    γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.

Lunapiena