ΑΦΙΕΡΩΜΑ στον Charles Baudelaire,
τον... «καταραμένο Π ο ι η τ ή» όπως τον ονόμασαν
τον... «Δ ά ν τ η... μιας παρηκμασμένης εποχής»
που γεννήθηκε σαν Σήμερα πριν 195 χρόνια...
στις 9 του Απρίλη 1821.
«Η πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη
είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση,
ώ σ τ ε... να επαναστατήσει εναντίον της.
Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά,
ως κάτι το δεδομένο,
σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική.
Λαμβάνει χώρα π α ρ ο ρ μ η τ ι κ ά και α φ ε λ ώ ς,
σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική.
Λαμβάνει χώρα π α ρ ο ρ μ η τ ι κ ά και α φ ε λ ώ ς,
ακριβώς όπως η αμαρτία,
όπως το πάθος, όπως η επιθυμία»
όπως το πάθος, όπως η επιθυμία»
έλεγε... και συνεχίζει αργότερα...
«Το Ω ρ α ί ο... πάντα θα είναι π α ρ ά ξ ε ν ο.
Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο
εκούσια και ψυχρά,
εκούσια και ψυχρά,
διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας
που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής.
Λέω απλώς... ότι πάντα
θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας,
θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας,
όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης.
Και σε α υ τ ή ν την παραδοξότητα θα έγκειται
και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
που θα το καθιστά ω ρ α ί ο».
«Ο Σαρλ Μπωντλαίρ είναι ο πρώτος ο ρ α μ α τ ι σ τ ή ς,
ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός»
είπε γι’ αυτόν ο νεαρός Rimbaud.
Στον ἀναγνώστη
«...Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα,
ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη
ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη
κυριεύουνε τὴ σκέψη μας
καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
κι εὐχάριστα τις τύψεις μας
θρέφουμε στην ψυχή μας,
θρέφουμε στην ψυχή μας,
καθως που θρέφουν πάνω τους...
τς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.
τς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.
Στα μετανιώματα ἄναντροι
κι ἁμαρτωλο ὡς την ἄκρια,
κι ἁμαρτωλο ὡς την ἄκρια,
ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβή
γιὰ κάθε μυστικό μας
γιὰ κάθε μυστικό μας
καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα
στὸ βοῦρκο τον παλιό μας,
στὸ βοῦρκο τον παλιό μας,
θαρρώντας πως ξεπλένεται
με τα δειλά μας δάκρυα.
με τα δειλά μας δάκρυα.
Ἂν το φαρμάκι κι ἡ φωτιά
κι ἡ βια και το μαχαίρι
κι ἡ βια και το μαχαίρι
δεν ἔχουνε τα φανταχτά
κεντίδια ἀκόμα κάνει
κεντίδια ἀκόμα κάνει
στο πρόστυχο τῆς μοίρας μας
ἄθλιο καραβοπάνι,
ἄθλιο καραβοπάνι,
εἶναι που λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχά
τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς,
τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
τους πάνθηρες, τους πίθηκους,
τους γύπες, τὰ θηρία
τους γύπες, τὰ θηρία
ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν
κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κ λ ο υ β ί,
προβαίνει ἀγάλια,
προβαίνει ἀγάλια,
θεριό πιό βρώμικο, κακό,
την ἀσκημιά να δείξει!
την ἀσκημιά να δείξει!
Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει
κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
ὅλη γῆς θα ρήμαζε,
καὶ στὸ χασμουρητό του
καὶ στὸ χασμουρητό του
θα῾θελε νὰ κατάπινε τον κόσμο
-αὐτό ῾ναι ἡ π λ ή ξ η!-
-αὐτό ῾ναι ἡ π λ ή ξ η!-
πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο
στὰ μάτια της κοιτάζεις,
στὰ μάτια της κοιτάζεις,
καθώς καπνίζει τον οὐκά,
κρεμάλες νὰ στυλώνει.
κρεμάλες νὰ στυλώνει.
Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη,
αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή,
ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!»
ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.
Lunapiena