ΕΛΠΗΝΩΡ
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας:
Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα.
Παράξενο πως θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί
σαν ποτάμι το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ
πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή:
Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;
Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο
μπηγμένο στα πλευρά τον περσινό χειμώνα
κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου
δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε
στην άκρη του γιαλού
ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα
το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός;
Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε.
Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα
βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι
πετρωμένα σ΄ ακινησία θανατερή.
Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή
μές στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα
της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει
στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο
μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά
χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.