καιόμενος
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά!
είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα.
Ήταν στ’ αλήθεια αυτός
που απόστρεψε το πρόσωπο,
όταν του μιλήσαμε.
που απόστρεψε το πρόσωπο,
όταν του μιλήσαμε.
Και τώρα καίγεται.
Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί.
Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος
να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται
περήφανος;
περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή.
Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις,
μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος.
Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν
τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν Ήλιος.
Γινόταν Ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και
σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά
κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Τάκης Σινόπουλος
Ο Τάκης Σινόπουλος, Γιατρός και Ποιητής... θεωρείται ο πιο σημαντικός ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας στις 17 Μάρτη του 1917 κι έφυγε.... στις 25 του Απρίλη του 1981
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο 1934... δημοσίευσε το ποίημα «Προδο...σία» και το διήγημα
«Η εκδίκηση ενός ταπεινού» στην Πυργιώτικη εφημερίδα
«Νέα Ημέρα» με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης.
... κατά τη διάρκεια της κατοχής δημοσίευσε μεταφράσεις Γάλλων ποιητών... και δοκίμια για την ποίηση.
1951 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «το Μεταίχμιο
Αγαπημένες Ποιητικές του συλλογές:
«Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου»,
που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης το 1961,
«Γνωριμία με τον Μαρξ»,
«Νύχτα και αντίστιξη»
Και ένα πρωί,
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο δέντρο το πρωί που ξύπνησα
ήταν όλο πράσινο,
Τόσο πολύ τα’ αγάπησα
που ανέβηκε στον ουρανό.
Κι εκεί ήρθανε τα πουλιά,
της ευφροσύνης, του ήλιου,
Γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλακαμοί
Κι άλλα παράξενα, σειράδες,
τσιλαμήθρες, σκόρτσοι
Και νυφούλες και,
Δώρα του Θεού, χαρούμενα πουλιά,
σπαθίζοντας
Συνέχεια το γλαυκό.
Τάκης Σινόπουλος
από το... «Νεκρόδειπνος»
Γιατρός και Ποιητής… ο Τάκης Σινόπουλος
ΑπάντησηΔιαγραφήγια μια ολόκληρη Ζωή… μάχεται ακατάπαυστα
ενάντια στο Πόνο και στη Φθορά…
αντιστέκεται στη σήψη και νικά.
..."Κοίτα να καταλάβεις φώναξε. Τίποτα δεν είχαμε.
Μήτε κρεβάτι μήτε κάθισμα. Το σπίτι ένα παλιὸσαράβαλο.
Παντού ο αέρας φύσαγε.. σε θέριζε…"Εδώ γεννήθηκα.
Εδώ μεγάλωσα. Λοιπὸν αυτά μου χρειάζονται
για την οργή μου και την περηφάνειά μου.
Για να κρατήσω και να κρατηθώ.
Δεν έχω θεοὺς… και δε φοβάμαι…" έγραφε…
"Δάκρυα πολλὰ με καίγανε, μονάχος κι έγραφα,
τί ήμουν εγώ….
"Κοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε…Το φως πλημμύρα,
ο καρποφόρος Ήλιος. Μνήμη των ἀφανῶν.
Τα χρόνια πέρασαν.., ασπρίσαμε.., τους έλεγα…."