Τ’ απόγευμα της Κυριακής
ανοίγω το ραδιόφωνο
σηκώνω το καπάκι της σιωπής.
Ποδόσφαιρο. Χρωματιστές φανέλες.
«Έχουμε φτάσει στο ένατο λεπτό
του πρώτου ημιχρόνου...»
Κατεβάζω το καπάκι.
Πόσο μπορούμε, αλήθεια, να κοιτάζουμε
στην ψυχή μας μέσα ολομόναχοι;
Απολαμβάνω για λίγο
συντριπτική γαλήνη
και ξανανοίγω.
«Την τελευταία στιγμή τρέχει ο Κλάφτης
και κατορθώνει να βοηθήσει την κατάσταση
προσπαθεί να προωθήσει το παιχνίδι
μαρκάρεται όμως απ’ τον Πονεμένο...» -
κλείνω.
Ησυχία με θεόκλειστα παράθυρα.
Ιδεώδης ηρεμία των δευτερολέπτων.
Ανοίγω.
Την άρνηση πνίγω.
«...ένα πλάγιο άουτ υπέρ της Ενώσεως.
Το εκτελεί γρήγορα ο Κλούβας...» -
αλλά ξανακλείνω ζαλισμένος.
Φοβερό καπάκι.
Πυκνότερη σιωπή.
Ανάβω ένα κεράκι
και χαίρομαι την εξουσία μου.
Ο θάνατος εργάζεται εδώ και εκεί.
Ξανανοίγω.
«Κοντρολάρει έξω απ’ τη μεγάλη περιοχή...»
Όλο το γήπεδο σείεται με καταρρακτώδη βροχή.
«...τη μπάλα τώρα έχει ο Γρηγορίδης
και ψάχνει μάταια να βρει συμπαίχτη του...»
Έτσι, στοχάζομαι, προβάλλει η ψυχή
στη ματαιότητα λάμπει.
Τώρα μπερδεύτηκα πια μεσ’ στις φωνές
ουρλιάζουν τα πάντα.
«...ο Πονεμένος σουτάρει από πολύ κοντά
ο Αρχειοφύλαξ αποκρούει...»
Ν’ ανοίξω το παράθυρο
το παράθυρο, το παράθυρο.
Αυτή η ζωή... Αυτή η δύναμη...
Να ’χει στην ίδια δυνατότητα
την ησυχία και το σάλο...
*****
Από τη ποιητική συλλογή: ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ – 1969
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.
Lunapiena