Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ
Ασίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου
εκεί που η θάλασσα πράσινη και χωρίς αναλαμπή,
το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα
ζωντανεύοντας στ άγγιγμα του νερού,
καθώς το μάτι ακολουθώυτας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου
ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως
τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό
τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους
κι από τον Ομηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα
κι εκείνη αβέβαιη ριγμένη εδώ
σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, Θυμάσαι τον ήχο της;
κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα~
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα
με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης
ένα κ ε ν ό κάτω απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας,
κάτω από ένα όνομα:
"Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών
κι ο αγέρας στα διαστήματα των στοχασμών του
και τα καράβια του αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι~
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κ ε ν ό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια
τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους ανάγλυφα
στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου
και το βλέπεις:
ένα κ ε ν ό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο
που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θ λ ί ψ η.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες
κι αναρωτιέται... υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές
τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής
του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν,
η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί
με την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε
παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι
λυγίζοντας σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς
σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά
βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε
με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κ ε ν ό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα
τρομαγμένη χτύπησε πάνω στο φως
σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε...".
Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχττκά
σε τούτη την ακρόπολη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας
την υφή του πάνω στις πέτρες.
Ασίνη, καλοκαίρι '38 - Αθήνα, Γεν. '40