Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Δυο Χορικά του.... T. S. Eliot

Απόσπασμα από τα "Δύο Χορικά"
του Θεατρικού Έργου:
"Φονικό στην Εκκλησία"
του T. S. Eliot
...μια μοίρα πάνω στο σπίτι,
μια μοίρα πάνω σου,
μια μοίρα πάνω στον κόσμο.
Τίποτε δε γυρεύουμε να γίνει.
Εφτά χρόνια ζήσαμε ήσυχα,
πετύχαμε να μη μας προσέχουν,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Είχαμε τυραννία και χλιδή,
είχαμε φτώχεια και παραλυσία,
είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,
κάποιες έχουμε καλή σοδειά,
τον ένα χρόνο έχουμε βροχές,
τον άλλο χρόνο αναβροχιά,
τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,
τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Γιορτάσαμε τις γιορτές,
πήγαμε στην εκκλησιά,
φτιάξαμε μπύρα και μηλίτη,
μαζέψαμε ξύλα για το χειμώνα
κουβεντιάσαμε στη γωνιά του τζακιού,
κουβεντιάσαμε στη γωνιά του δρόμου,
κουβεντιάσαμε κι όχι πάντα ψιθυριστά,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Είδαμε γάμους, γέννες και θανάτους,
Είχαμε σκάνδαλα λογής-λογής,
είχαμε φόρους που μας βασάνιζαν,
είχαμε γέλια και κουτσομπολιά,
εξαφανίστηκαν πολλές κοπέλες
ανεξήγητα, και κάποιες που δεν είτανε γι αυτά.
Όλοι μας είχαμε τους ατομικούς μας τρόμους,
τους ιδιαίτερους Ίσκιους μας,
τους μυστικούς μας φόβους.
Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε πάνω μας,
φόβος όχι του ενός... μα του πλήθους,
ένας φόβος σαν τη γέννηση και το θάνατο,
όταν βλέπουμε τη γέννηση και το θάνατο μόνους
μέσα σε ένα κενό, κατάμονους,
Φοβούμαστε ένα φόβο
που δε μπορούμε να γνωρίσουμε
που δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε,
που κανείς δεν καταλαβαίνει,
κι oι καρδιές βίας ξεριζώνονται,
το μυαλό μας ξεφλουδίζεται
σαν τις φλούδες κρεμμυδιού,
και ο εαυτός μας χαμένος χαμένος
-σ' έναν μελικό φόβο..
που κανείς δεν καταλαβαίνει.
απόδοση στα Ελληνικά.. από Γ. Σεφέρη

7 σχόλια:

  1. Έγραφε ο Γ. Σεφέρης

    Τα χορικά πού δοκίμασα να μεταφράσω είναι παρμένα από το τελευταίο ποιητικό έργο του Τ.S. Eliot, Murder in the Cathedral, "Φονικό στην Εκκλησία" μια τραγωδία, με κύριο πρόσωπο τον αρχιεπίσκοπο της Καντερβουρίας Θωμά Μπέκετ (1118-1170), πού παίχτηκε τον περασμένο Ιούνιο.
    Τις περιπέτειες της ζωής του ήρωα μπορεί εύκολα να τις διαβάσει κάνεις σε οποιαδήποτε αγγλική ιστορία.

    Εκείνο πού χρειάζεται να σημειωθεί εδώ είναι ότι ο καγκελάριος του βασιλέα Ερρίκου του Β', μόλις έγινε αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας, έδειξε τόσο πείσμα στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της εκκλησίας απέναντι στο θρόνο, πού ήρθε σε σύγκρουση με τον παλιό επιστήθιο φίλο του το βασιλέα και αναγκάστηκε να φύγει στη Γαλλία. Μετά εφτά χρόνια και υστέρα από μια επιφανειακή συμφιλίωση γύρισε πίσω.

    Δεν έμεινε περισσότερο από ένα μήνα τον σκότωσαν τέσσερις αυλικοί, μέσα στην ίδια την εκκλησιά του, στις 29 Δεκεμβρίου 1170. Αγιοποιήθηκε στα 1172. Το έργο, με ελάχιστα δευτερεύοντα πρόσωπα και με χορό από απλοϊκές γυναίκες της Καντερβουρίας, είναι χωρισμένο σε δυο μέρη.
    Το πρώτο από τα μεταφρασμένα χορικά ανήκει στο πρώτο μέρος, το γυρισμό του Θωμά, όταν ο χορός νιώθοντας τον ασήκωτο φόβο του κακού που πάει να γίνει, ακατανόητο και ολότελα διαφορετικό από τους καθημερινούς φόβους του βασανισμένου λαού, ικετεύει τον αρχιεπίσκοπο, σαν από ένστικτο της αυτοσυντήρησης, να γυρίσει πίσω στη Γαλλία, ν' αφήσει τους ταπεινούς ανθρώπους να πεθάνουν με την ησυχία τους. Το δεύτερο χορικό ανήκει στο δεύτερο μέρος και ακούγεται ενώ γίνεται το φονικό. Αυτά είναι τα υλικά δεδομένα.
    Για τα ποιητικά θα χρειαζότανε μια πλατιά μελέτη.

    Ο Έλιοτ είναι άπω τους λίγους σημερινούς ποιητές που μπορούν, από τον κύκλο του μερικού νοήματος, του συγκεκριμένου (η ποίηση χωρίς το συγκεκριμένο δε μπορεί να ζήσει), να σύρουν την εφαπτομένη που τον ενώνει με ένα πανανθρώπινο, καθολικό νόημα. Αυτή του η αρετή τον κάνει, πέρα από τις αναπόφευκτες ίσως σύγχρονες ιδιοτυπίες, σημαντικό και για μας ακόμη πού βρισκόμαστε τόσο πολύ μακριά του.

    Από "Τα Νέα Γράμματα", αρ. 11 Νοέμ. 1935, σ. 607-611

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Α.

    Δεν είναι εδώ πολιτεία με συνέχεια,
    δεν είναι εδώ γωνιά ν' ακουμπήσεις.
    Κακός ο αγέρας, κακός ο καιρός,
    αβέβαιο το κέρδος, βέβαιος ο κίνδυνος.
    Ω αργά αργά αργά, αργοπορημένος ο καιρός,
    αργά πολύ αργά, και σάπιος ο χρόνος
    ο άνεμος πονηρός, το πέλαγο πικρό,
    και στάχτη ο ουρανός, στάχτη στάχτη στάχτη.
    Ω Θωμά, γύρισε πίσω, Αρχιεπίσκοπε γύρισε,
    γύρισε στη Γαλλία,
    Γύρισε. Γρήγορα. Ήσυχα.
    Κι αφησέ μας ήσυχα ν' αφανιστούμε.
    Έρχεσαι με γιορτές, έρχεσαι με χαρές,
    μα έρχεσαι φέρνοντας θάνατο στην Καντερβουρία :

    μια μοίρα πάνω στο σπίτι, μια μοίρα πάνω σου,
    μια μοίρα πάνω στον κόσμο.
    Τίποτε δε γυρεύουμε να γίνει.
    Εφτά χρόνια ζήσαμε ήσυχα, πετύχαμε
    να μη μας προσέχουν, ζώντας και ψευτοζώντας.
    Είχαμε τυραννία και χλιδή,
    είχαμε φτώχεια και παραλυσία,
    είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες.
    Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
    ζώντας και ψευτοζώντας.
    Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,
    κάποιες Έχουμε καλή σοδειά,
    τον Ένα χρόνο Έχουμε βροχές,
    τον άλλο χρόνο αναβροχιά,
    τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,
    τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.
    Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
    ζώντας και ψευτοζώντας.
    Γιορτάσαμε τις γιορτές,
    πήγαμε στην εκκλησιά,
    φτιάξαμε μπύρα και μηλίτη,
    μαζέψαμε ξύλα για το χειμώνα
    κουβεντιάσαμε στη γωνιά του τζακιού,
    κουβεντιάσαμε στη γωνιά του δρόμου,
    κουβεντιάσαμε κι όχι πάντα ψιθυριστά,
    ζώντας και ψευτοζώντας.
    Είδαμε γάμους, γέννες και θανάτους,
    Είχαμε σκάνδαλα λογής-λογής,
    είχαμε φόρους που μας βασάνιζαν,
    είχαμε γέλια και κουτσομπολιά,
    εξαφανίστηκαν πολλές κοπέλες
    ανεξήγητα, και κάποιες που δεν είτανε γι αυτά.
    Όλοι μας είχαμε τους ατομικούς μας τρόμους,
    τους ιδιαίτερους Ίσκιους μας,
    τους μυστικούς μας φόβους.
    Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος Έπεσε πάνω μας,
    φόβος όχι του ενός μα του πλήθους,
    'ενας φόβος σάν τη γέννηση και το θάνατο,
    όταν βλέπουμε τη γέννηση
    και το θάνατο μόνους
    μέσα σε ένα κενό, κατάμονους,
    Φοβούμαστε ένα φόβο
    πού δε μπορούμε να γνωρίσουμε
    που δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε,
    που κανείς δεν καταλαβαίνει,
    κι oι καρδιές βίας ξεριζώνονται,
    το μυαλό μας ξεφλουδίζεται
    σαν τις φλούδες κρεμμυδιού,
    και ο εαυτός μας χαμένος χαμένος
    -σ' έναν μελικό φόβο
    που κανείς δεν καταλαβαίνει.

    Ω Θωμά Αρχιεπίσκοπε,
    Ω Θωμά Δέσποτα μας, άφησε μας
    κι άφησε μας να μείνουμε
    μέσα στην ταπεινής
    την ξεθωριασμένη κορνίζα της ύπαρξης μας,
    Άφησε μας μη μας ζητάς ν' αντισταθούμε
    στη μοίρα του σπιτιού,
    στη μοίρα του Αρχιεπίσκοπου,
    στη μοίρα τον κόσμου,
    Αρχιεπίσκοπε, σίγουρος
    κι ασφαλισμένος για το πεπρωμένο σου,
    άφοβος μέσα στους ίσκιους,
    τάχα λογάριασες τι ζητάς
    λογάριασες τι σημαίνει για το μικρό λαό,
    τον τραβηγμένο μέσα στ' αχνάρι του πεπρωμένου.
    το μικρό λαό που ζει μέσα σε μικροπράματα,
    το τέντωμα του νου
    τον μικρόν λαόν που αντιστέκεται
    στη μοίρα του σπιτιού,
    στη μοίρα τ' αφέντη του,
    στη μοίρα του κόσμου ;
    Ω Θωμά, Αρχιεπίσκοπε, άφησε μας,
    άφησε μας, άφησε το Λονδίνο το σκυθρωπό,
    και κάνε πανιά για τη Γαλλία.
    Θωμά Αρχιεπίσκοπε μας,
    Αρχιεπίσκοπε μας έστω και στη Γαλλία.
    Θωμά Αρχιεπίσκοπε, σήκωσε τ' άσπρο πανί
    ανάμεσα στη στάχτη του ουρανού
    και το πικρό το πέλαγο, άφησε μας,
    άφησε μας για τη Γαλλία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Β.
    Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό!
    Πλύνε τον άνεμο !
    Χώρισε την πέτρα από την πέτρα και πλύνε τις.
    Βρώμικη η γης, βρώμικο το νερό,
    τα ζωντανά μας κι εμάς μας μόλεψε το αίμα.
    Το αίμα βροχή μου τύφλωσε τα μάτια.
    Που είναι η Αγγλία ; Που είναι το Κέντ ;
    Πού είναι η Καντερβουρία ;
    Ω μακριά μακριά μακριά μακριά στα περασμένα
    και πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο ξερά κλαδιά :
    αν τα τσακίσω, ματώνουν..
    πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο πέτρες ξερές :
    αν τις αγγίξω, ματώνουν.
    Πώς, πώς θα μπορέσω να γυρίσω ποτέ
    στις απαλές γαλήνιες εποχές ;
    Νύχτα μείνε μαζί μας, σταμάτησε ήλιε,
    κρατήσου εποχή,
    να μην έρθει η μέρα, να μην έρθει η άνοιξη.
    Πώς να κοιτάξω τη μέρα και τα κοινά της αντικείμενα,
    και να τα ιδώ βαμμένα στο αίμα, πίσω από το αίμα
    που πέφτει σαν παραπέτασμα ;
    Τίποτε δε γυρέψαμε να γίνει.
    Καταλαβαίναμε την ατομική καταστροφή,
    την προσωπική ζημιά, τη γενική μιζέρια,
    ζώντας και ψευτοζώντας τον τρόμο
    τη νύχτα που τελείωνα στην πράξη την καθημερινή,
    τον τρόμο τη μέρα που τελειώνει στον ύπνο
    αλλά η κουβέντα στης αγοράς το χέρι στη σκούπα,
    το νυχτερινό σώριασμα της στάχτης,
    το ξύλο στη φωτιά την αυγή,
    σ' αυτές τις πράξεις σταματούσαν τα βάσανα μας.

    Είχε το σύνορο της κάθε φρίκη
    είχε ένα κάποιο τέλος κάθε λύπη :
    δε μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ.
    Μα τούτο, τούτο είναι Έξω απ' τη ζωή,
    έξω από τον καιρό, παρούσα αιωνιότητα
    της αδικίας και του κακού.

    Μας βρώμισε μια λέρα
    που δε μπορούμε να καθαρίσουμε
    μέσα στο υπερφυσικό σκουλήκιασμα,
    δεν είμαστε μόνο εμείς, δεν είναι το σπίτι,
    δεν είναι η πολιτεία μολεμένη,
    ο κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός.
    Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό !
    Πλύνε τον άνεμο !
    Χώρισε την πέτρα από την πέτρα
    χώρισε το δέρμα από το χέρι
    χώρισε το μυώνα από το κόκαλο,
    και πλύνε τα, Πλύνε την πέτρα,
    Πλύνε το κόκαλο, Πλύνε το μυαλό,
    Πλύνε την ψ υ χ ή, Πλύνε τα... Πλύνε τα !

    Τ.S. ELIOT
    ΔΥΟ ΧΟΡΙΚΑ
    Ελληνική απόδοση ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

    Από "Τα Νέα Γράμματα",
    αρ. 11 Νοέμ. 1935, σ. 607-611

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πολύ ποιοτικό ιστολόγιο! Χάρηκα πολύ που έπεσα πάνω του τυχαία και μάλιστα σε Έλιοτ!
    Να είσαι καλά θα ξανάρθω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Σας Ευχαριστώ.. πολύ

    Καλή Σας Μέρα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ειλικρινά αυτούς τους στίχους "ζώντας και ψευτοζώντας" τους έχω ακούσει χρόνια τώρα...!και πάντα αναζητούσα που...και να που το βρήκα...ευχαριστώ πολύ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.

Lunapiena