Απάντηση του ΦΡΟΥΝΤ (στην Ελληνική)
Βιέννη Σεπτέμβριος 1932
Αγαπητέ κ. Αινστάιν,
Αρχίζετε με τη σχέση μεταξύ νόμου και δυνάμεως. Μπορώ να αντικαταστήσω τη λέξη «δύναμη» με την πιό σκληρή και ωμή λέξη «βία»; Δίκαιο και βία αποτελούν για μας όρους εκ διαμέτρου αντίθέτους.
Είναι εύκολο να αποδείξουμε ότι το ένα ανεπτύχθη από το άλλο. Και, άν ανατρέξουμε στην αρχαιότητα για να επαληθεύσουμε ότι αυτό ίσχυε ανέκαθεν, η λύση του προβλήματος δεν θα είναι δύσκολη. Οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των ανθρώπων λύονται κατ’ αρχήν με τη χρήση βίας. Αυτό συμβαίνει σε όλο το ζωικό βασίλειο, στο οποίο ανήκει και ο άνθρωπος. Στον άνθρωπο, όμως, θα πρέπει, για την αλήθεια, να προσθέσουμε και τις ιδεολογικές συγκρούσεις οι οποίες , προκειμένου να είναι αποφασιστικές απαιτούν μιά άλλη τακτική. Αυτό όμως συνέβη αργότερα, όπως θα δούμε συνέχεια.
Αρχικά, σε μιά μικρή ανθρώπινη ομάδα, η μεγαλύτερη μυική δύναμη αποφάσιζε σε ποιόν θα ανήκε κάτι, ή τίνος η θέληση θα επικρατούσε. Σύντομα όμως η μυική δύναμη αντικατεστάθη από την χρήση οργάνων: νικούσε όποιος είχε το καλύτερο όπλο, ή το χρησιμοποιούσε με περισσότερη επιτηδειότητα. Με την εμφάνιση των όπλων, η πνευματική υπεροχή αρχίζει και παίρνει τη θέση της κτηνώδους μυικής δυνάμεως, παρ’ όλο ότι ο τελικός σκοπός του αγώνος παραμένει ο ίδιος: το ένα από τα δύο μέρη υποχρεώνεται να παραιτηθή από τις διεκδικήσεις του, ή τις αντιρρήσεις του.
Αυτό επιτυγχάνεται κατά τρόπο ριζικώτερο, όταν η βία εξουδετερώνει οριστικά τον αντίπαλο, δηλαδή τον σκοτώνει. Το σύστημα αυτό έχει δύο πλεονεκτήματα: ότι ο αντίπαλος δεν μπορεί να επαναρχίση τις εχθροπραξίες και ότι η τύχη του αποθαρρήνει τους άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Καμμιά φορά, όμως, την απόφαση του φόνου ανατρέπει η σκέψη ότι ο εχθρός μπορεί να χρησιμοποιηθή σε υπηρετικά καθήκοντα, εάν τρομοκρατηθή και του χαρισθή η ζωή. Στην περίπτωση αυτή η βία περιορίζεται να κάνει υποχείριο της αντί να τον σκοτώση. Αλλά ο νικητής θα έχει στο εξής να αντιμετωπίζει την μανία της εκδίκησης του ηττημένου, ο οποίος θα βρίσκεται σέ συνεχή αναμονή.
Αυτή, λοιπόν, ήταν αρχικά η κατάσταση: η επικράτηση του ισχυροτέρου, της κτηνώδους βίας, ή της βίας που την στήριζε η ευφυία. Γνωρίζουμε ότι αυτό το καθεστώς μετεβλήθη στην διάρκεια της εξελίξεως, ότι ένας δρόμος οδήγησε από την βία στο δίκαιο, στο νόμο. Ποιός, όμως;
Κατά την γνώμη μου, εκείνος ο δρόμος που περνούσε από την διαπίστωση ότι η μεγαλύτερη δύναμη του ενός μπορούσε να αντιμετωπισθή από την ένωση των περισσοτέρων αδυνάτων. Η ισχύς εν τη ενώσει.
Η βία καταπολεμείται από την συνένωση των πολλών και η δύναμη αυτών που συνενώθηκαν εκπροσωπεί τώρα το δικαίωμα της αντιθέσεως στην βία του ενός. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το δίκαιο είναι η δύναμη μιας κοινότητος. Η οποία παραμένει πάντα βία, έτοιμη να εκδηλωθή εναντίον εκεινού που της αντιτίθεται, ενεργεί με τα ίδια μέσα, ακολουθεί τους ίδιους σκοπούς. Στην πραγματικότητα, η μόνη διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν θριαμβεύει πια η βία του ενός αλλά η βία της κοινότητος.
Αλλά για να πραγματοποιηθή αυτό το πέρασμα της βίας στο νέο δίκαιο, πρέπει να εκπληρωθή μια ψυχολογική προυπόθεση.
Η ένωση των πολλών θα πρέπει να είναι μόνιμη, σταθερή. Εάν πραγματοποιηθή μονο προς τον σκοπό να καταπολεμηθή ο προπέτης για να διαλυθή μετά την ήττα του, δεν επιτυγχάνεται τίποτα. Ο πρώτος που θα θεωρούσε τον εαυτό του ισχυρότερο, θα φιλοδοξούσε εκ νέου να κυριαρχήση δια της βίας, και το παιχνίδι θα επαναλαμβανόταν χωρίς τέλος. Η κοινότητα οφείλει να παραμένη συνεχώς ηνωμένη, να προδιαγράψη τους κανόνες που θα προλαμβάνουν τις ανταρσίες, να διορίση τα όργανα τα οποία θα αγρυπνούν για την τήρηση των κανόνων, των νόμων, και τα οποία όργανα θα προνοούν για την εκτέλεση των νομίμων πράξεων βίας. Σε μιά παρόμοια κοινότητα συμφερόντων δημιουργούνται μεταξύ των μελών μιάς ηνωμένης ανθρώπινης ομάδος συναισθηματικοί δεσμοί, κοινά αισθήματα στα οποία στηρίζεται η πραγματική της δύναμη.
Το πράγμα είναι απλό, σε όσο διάστημα η κοινότητα αποτελείται από ορισμένα άτομα εξ ίσου ισχυρά, οι νόμοι αυτής της «ομάδος» καθορίζουν μέχρι ποιού σημείου θα πρέπει να περιορισθή η ελευθερία του κάθε ατόμου να χρησιμοποιή την δύναμη του κατά τρόπο βίαιο, ώστε να καταστή δυνατή μιά ασφαλής κοινή ζωή.
Ένα όμως παρόμοιο ειρηνικό καθεστώς είναι νοητό μόνο θεωρητικά. Γιατί στην πραγματικότητα, οι περιστάσεις περιπλέκονται, για τον λόγο ότι η κοινότητα, ευθύς εξ αρχής, περιλαμβάνει εξ ίσου δυναμικά, άνδρες και γυναίκες, γονείς και παιδιά, και σύντομα, συνεπεία του πολέμου και των καθυποτάξεων, νικητάς και ηττημένους, οι οποίοι μεταβάλλονται σε κυρίους και σκλάβους. Το δικαίωμα της κοινότητος καθίσταται τότε έκφραση της σχέσεως ανίσων δυνάμεων στο εσωτερικό της, οι νόμοι γίνονται από, και γιά εκείνους, που διοικούν, οι οποίοι παραχωρούν ελάχιστα δικαιώματα σε αυτούς που καθυπέταξαν.
Από την στιγμή εκείνη υπάρχουν στην κοινότητα δύο πηγές ανησυχίας, αλλά καί τελειοποιήσεως του νόμου.
Πρώτον, η προσπάθεια του ενός ή του άλλου ατόμου για να υψωθή υπεράνω των περιορισμών που ισχύουν γιά όλους για την επιστροφή συνεπώς από την βασιλεία του νόμου σε εκείνη της βίας και, δεύτερον την συνεχή προσπάθεια των υπηκόων για την απόσπαση περισσότερης εξουσίας και νομιμοποιήσεως αυτών των μεταβολών, δηλαδή από την ισότητα των νόμων γιά όλους, στην ισότητα των νόμων γιά μερικούς. Αυτή η εξελικτική διαδικασία καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική όταν εκδηλώνωνται μετατοπίσεις της εξουσίας στο εσωτερικό της κοινότητος, όπως μπορεί να συμβή λόγω ιστορικών αιτίων. Το δίκαιον, ο νόμος, μπορεί προσαρμοσθή βαθμιαίως στις καινούργιες σχέσεις της εξουσίας ή, πράγμα που συμβαίνει συχνότερα, η κυρίαρχη τάξη να μη είναι έτοιμη να αντιμετωπίση αυτή την μεταβολή, οπότε φθάνουμε στην εξέγερση, στον εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή σε μια προσωρινή κατάλυση του νόμου και σε νέες εκδηλώσεις βίας, μετά τις οποίες εγκαθιδρύεται μιά νέα τάξη δικαίου.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και στούς κόλπους μιάς κοινότητας δεν αποφεύγεται η βίαια λύση των οικονομικών συγκρούσεων. Αλλά οι ανάγκες και η ταυτότητα των συμφερόντων, που προκύπτουν από την ζωή, ευνοούν μιά γρήγορη λύση αυτών των αγώνων, ενώ η πιθανότητα ειρηνικής λύσεως αυτών των καταστάσεων αυξάνει συνεχώς. Μια ματιά στην ιστορία της ανθρωπότητος, θα μας δείξη μιά αδιάκοπη σειρά συγκρούσεων μεταξύ μιάς κοινότητος και μιάς άλλης, ή μεταξύ πολλών, μεταξύ πόλεων, χωρών, φυλών, λαών, κρατών, οι οποίες γίνονται σχεδόν πάντα δια της προσφυγής στην βία του πολέμου. Οι πόλεμοι αυτοί καταλήγουν ή σε λεηλασίες ή σε απόλυτη υποταγή του ενός από τον άλλον. Οι κατακτητικοί πόλεμοι δεν μπορούν να κριθούν συνολικά. Μερικοί, όπως των Τούρκων και των Μογγόλων, δεν προκάλεσαν παρά μόνο δυστυχία, ενώ άλλοι αντίθετα, συνετέλεσαν στην μετατροπή της βίας σε νόμο, δημιουργώντας μεγαλύτερες μονάδες, μέσα στις οποίες η δυνατότητα προσφυγής στην βία εξουδετερώνετο, ενώ μια νέα νομοθετική τάξη συνεβίβαζε τις διαφορές. Όπως οι κατακτήσεις των Ρωμαίων έδωσαν στις μεσογειακές χώρες το πολύτιμο «Πάξ Ρομάνα».
Η απληστία των Γάλλων βασιλέων να επεκτείνουν τα κτήματά τους δημιούργησε μια Γαλλία ηνωμένη, ευημερούσα. Όσο κι’άν αυτό μπορεί να φανή παράδοξο, θα πρέπει ωστόσο να παραδεχθούμε ότι ο πόλεμος δεν θα ήταν ένα ανάρμοστο μέσον για την εγκαθίδρυση της «αιώνιας» ειρήνης, γιατί επιτρέπει την δημιουργία αυτών των μεγάλων μονάδων μέσα στις οποίες μιά ισχυρή κεντρική εξουσία καθιστά αδύνατο τον πόλεμο. Ωστόσο, δεν το κατορθώνει, γιατί οι επιτυχίες της κατακτήσεως κατά κανόνα δεν διαρκούν.
Γιά ότι αφορά την εποχή μας οδηγούμεθα στο ίδιο συμπέρασμα, στο οποίο καταλάβατε και εσείς από συντομώτερο δρόμο.
Μιά ασφαλής πρόληψη του πολέμου είναι δυνατή μόνο εάν οι άνθρωποι συμφωνήσουν για την σύσταση μιάς κεντρικής εξουσίας, στις οποίας την κρίση θα υποβάλλωνται όλες οι διαφορές.
Στην πρόταση αυτή περιέχονται δύο διαφορετικές ανάγκες: η δημιουργία ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου και να εξασφαλισθή η απαιτουμένη εξουσία. Η πρώτη χωρίς την δεύτερη δεν θα ωφελούσε σε τίποτα.
Άς εξετάσουμε τώρα μιά άλλη από τις προτάσεις σας.
Απορείτε ότι είναι τόσο εύκολο να παρασυρθούν οι άνθρωποι στον πόλεμο και υποθέτετε ότι μέσα τους υπάρχει πράγματι μια παρόρμηση προς το μίσος και την καταστροφή. Συμφωνώ μαζί σας απόλυτα. Πιστεύουμε πράγματι στην ύπαρξη αυτού του ενστίκτου και τα τελευταία χρόνια προσπαθήσαμε να μελετήσουμε τις εκδηλώσεις του. Θα μου επιτρέψετε να εκθέσω μέρος της θεωρίας των ενστίκτων, στην οποίαν φθάσαμε έπειτα από πολλά λάθη και δισταγμούς.
Εικάζουμε ότι οι παρορμήσεις του ανθρώπου είναι δύο ειδών: αυτές που τείνουν να διαιωνίσουν και να ενώσουν και τις οποίες αποκαλούμε ερωτικές και σεξουαλικές, και εκείνες που τείνουν να καταστρέψουν και να σκοτώσουν.
Την τελευταία αυτή την αποκαλούμε «επιθετικά ή καταστρεπτικά έστικτα». Και οι δύο αυτές παρορμήσεις είναι εξ ίσου απαραίτητες, γιατί το φαινόμενο της ζωής εξαρτάται από την συμφωνία και την αντίθεσή τους. Φαίνεται όμως ότι ουδέποτε μιά παρόρμηση του ενός τύπου μπορεί να δράσει μεμονωμένως. Συνδέεται πάντοτε, ή, όπως λέμε, συμμιγνύετε, με ένα ποσοστό της άλλης, το οποίο ποσοστό της μεταβάλλει τους σκοπούς, ή, αναλόγως των περιπτώσεων, επιτρέπει έτσι την επίτευξή τους. Έτσι, π. χ., το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως είναι ασφαλώς ερωτικό, χωρίς αυτό να εμποδίζη να προσφεύγει στην επιθετικότητα για να εκπληρώση τον σκοπό της.
Οι ανθρώπινες πράξεις αποκαλύπτουν και μιά επιπλοκή διαφορετικού είδους.
Σπανίως η πράξη είναι έργο ενός μόνο παρορμητικού κινήτρου, το οποίο, εξ άλλου, πρέπει να είναι συνδυασμός έρωτα και επιθετικότητος. Κανονικά, πρέπει να συντρέξουν πολλά παρόμοια κίνητρα γιά να καταστήσουν δυνατή την δράση.
Γι’ αυτό, όταν οι άνθρωποι παρακινούνται στον πόλεμο, μεσολαβεί μέσα τους μιά ολόκληρη σειρά από συναίτια κίνητρα, ευγενή και χυδαία. Τα κίνητρα αυτά δεν χρειάζεται να τα απαριθμήσουμε. Σε αυτά περιλαμβάνεται πάντα η ικανοποίηση της επιθέσεως και της καταστροφής. Αναρίθμητες ωμότητες της ιστορίας και της καθημερινής ζωής επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και τη την δύναμή τους. Η ανάμιξη αυτών των καταστρεπτικών παρορμήσεων μέ άλλες παρορμήσεις, ερωτικές και ιδεολογικές , διευκόλυνε φυσικά την εκπλήρωσή τους. Ξεκινώντας από το δόγμα των παρορμήσεων, φθάνουμε σε ένα τύπο γιά να προσδιορίσουμε τους έμμεσους δρόμους της καταπολεμήσεως του πολέμου. Εάν η ροπή πρός τον πόλεμο είναι προιόν της καταστρεπτικής παρορμήσεως, τότε θα πρέπει να ανατρέξουμε για να την καταπολέμησουμε στην ανταγωνιστική της παρόρμηση: στον έρωτα. Ό,τι προκαλεί συναισθηματικούς δεσμούς στούς ανθρώπους, θα πρέπει να ενεργή έναντι του πολέμου.
Και τώρα θα ήθελα να συζητήσω ένα πρόβλημα, το οποίο δεν θίγετε στην επιστολή σας, και το οποίον με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Γιατί αγανακτούμε τόσο εναντίον του πολέμου; Γιατί δεν τον βλέπουμε σαν ένα από τους τόσους και αλγεινούς ολέθρους της ζωής; Ο πόλεμος φαίνεται να ταυτίζεται με την φύση, απόλυτα δικαιολογημένα και στην πραγματικότητα να θεωρήται αναπόφευκτος. Μη σας προξενεί φρίκη η ερώτηση. Η απάντηση υπάρχει: γιατί κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ζωή του, γιατί ο πόλεμος καταστρέφει ανθρώπινες ζωές, θέτει τα άτομα υπό ατιμωτικές συνθήκες, τα υποχρεώνει , παρά την θέλησή τους, να σκοτώνουν άλλα άτομα, καταστρέφει πολύτιμες υλικές αξίες, προιόντα της ανθρώπινης εργασίας και πολλά άλλα. Επί πλέον ο πόλεμος υπό την σημερινή του μορφή, δεν δίνει καμμιά ευκαιρία εκπληρώσεως του παλαιού ηρωικού ιδεώδους, ενώ ο αυριανός πόλεμος λόγω της τελοιοποιήσεως των μέσων καταστροφής, θα σημαίνει την έξόντωση του ενός, ή και των δύο, αντιπάλων. Όλα είναι τόσο αληθινά και αδιαφιλονίκητα, που μας εκπλήττει το γεγονός ότι η προσφυγή στον πόλεμο δεν έχει ακόμη καταργηθή, βάσει μιάς γενικής συμφωνίας της ανθρωπότητος.
Από αμνημονεύτων χρόνων, η ανθρωπότητα υποβάλλεται στην διαδικασία του εκπολιτισμού. Σε αυτό οφείλονται όλα τα δεινά μας. Τα αίτια είναι σκοτεινά, η έκβαση αβέβαιη. Ίσως οδηγεί στην εξαφάνιση του ανθρωπίνου είδους, αφ’ ενός γιατί τρέφει τόσες προκαταλήψεις απέναντι στην σεξουαλική λειτουργία, και αφ’ ετέρου γιατί σήμερα πολλαπλασιάζονται δυσανάλογα οι αμόρφωτες μάζες και τα καθυστερημένα στρώματα του πληθυσμού, εν σχέσει με τους μορφωμένους καί προoδευμένους. Ίσως αυτή η διαδικασία να μπορή να συγκριθή με την εξημέρωση ωρισμένων ζώων. Η οποία αναμφίβολα, επιφέρει φυσικές αλλοιώσεις. Δεν έχουμε ακόμη συνηθίσει στην ιδέα ότι η εξέλιξη του πολιτισμού είναι μιά παρόμοια οργανική διαδικασία
Από τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού, δύο φαίνονται τα πιό ασήμαντα : η ενίσχυση της νοήσεως, η οποία αρχίζει να κυριαρχεί των παρορμήσεων και η ενδοστρέφεια της επιθετικότητος, με όλα τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους που επακολουθούν. Όμως ο πόλεμος έρχεται σε πλήρη αντίφαση προς τον ψυχικό μας κόσμο, όπως τον διαμόρφωσε ο πολιτισμός. Δέν τον ανεχόμαστε πιά.
Δέν πρόκειται μόνο γιά μιά πνευματική . Γιά μας τους ειρηνόφιλους ο πόλεμος είναι αφόρητος εξ ιδιοσυγκρασίας.
Πόσο πρέπει να περιμένουμε ώστε και οι άλλοι να γίνουν ειρηνόφιλοι; Δέν μπορούμε, ή δεν ξέρουμε.
Ίσως όμως να μή αποτελή μιά ουτοπιστική ελπίδα ότι η επιρροή δύο παραγόντων, ή όλο και πιό πολιτισμένη μας στάση και ο δικαιολογημένος φόβος των συνεπειών ενός ολοκληρωτικού πολέμου, θα τερματίση τον πόλεμο στο προσεχές μέλλον.
Με ποιό τρόπο, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Στό μεταξύ, όμως, μπορούμε να πούμε : Όλα όσα συντελούν στήν εκπολιτιστική ανάπτυξη, εργάζονται εναντίον του πολέμου.
Σάς χαιρετώ εγκάρδια. Και σας ζητώ συγνώμη που οι παρατηρήσεις μου σας απoγοήτευσαν.
Δικός σας
ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΥΝΤ
(Εφημερίδα: "Το Ποντίκι")