Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΔΙΝΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ_0001.wmv



 ΔΙΝΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ


Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες

γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες

... ... Φύσα... τον πρωτογνώριστο Άνεμο.


Απλωσε.. μια πρασιά στοργής

για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του.

Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες,

τις παπαρούνες που θα δρέψουν... οι περήφανοι άνθρωποι

για να μην είναι άλλο σημάδι.. στο γυμνό τους στήθος.

Από το αίμα της αψηφισιάς... που ξέγραψε τη θλίψη

φτάνοντας... ως τη Μνήμη της Ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς.


Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου, την αχτίδα,

που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά.

Την ΕΛΛΑΔΑ.. που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα.

Την ΕΛΛΑΔΑ.. που με ταξιδεύει πάντοτε

σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.


Δίνω το χέρι στη Δ ι κ α ι ο σ ύ ν η,

διάφανη κρήνη.... κορυφαία πηγή.

Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος.

Ό,τι αγαπώ γ ε ν ν ι έ τ α ι αδιάκοπα.

Ό,τι αγαπώ... βρίσκεται στην αρχή του πάντα.



Ποίηση: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Lucio Dalla - 4 marzo 1943



4 Marzo 1943


Dice che era un bell'uomo

e veniva, veniva dal mare...

parlava un'altra lingua...

però sapeva amare;


e quel giorno lui prese mia madre

sopra un bel prato..

l'ora più dolce

prima di essere ammazzato.


Così lei restò sola nella stanza,

la stanza sul porto,

con l'unico vestito

ogni giorno più corto,


e benché non sapesse il nome

e neppure il paese

m'aspetto' come un dono d'amore

fino dal primo mese.


Compiva sedici anni quel giorno

la mia mamma,

le strofe di taverna

le cantò a ninna nanna!


e stringendomi al petto che sapeva

sapeva di mare

giocava a far la donna

col bimbo da fasciare.


E forse fu per gioco,

o forse per amore

che mi volle chiamare

come nostro signore.

Della sua breve vita, il ricordo,

il ricordo più grosso

e' tutto in questo nome

che io mi porto addosso.


E ancora adesso che gioco a carte

e bevo vino

per la gente del porto

mi chiamo Gesù bambino.


E ancora adesso che gioco a carte

e bevo vino

per la gente del porto

mi chiamo Gesù bambino.

LUCIO DALLA