Η Ιωάννα Β. Μεταξά, έτσι επιμένει να συστήνεται, κρατώντας την κεντρική θέση της ύπαρξής της για τον σύντροφο της ζωής της, τον Βασίλη, που έφυγε πολύ νωρίς από κοντά της, γι'αλλους κόσμους.. "Του άρεσε τόσο πολύ να ταξιδεύει" λέει η θεία Γιάννα, έτσι την αποκαλούν όλοι στον Πόρο, ένα πανέμορφο μικρό χωριό της Λευκάδας. Όμορφη λεβέντισσα γερόντισσα, με ένα βλέμμα βαθύ που νοιώθεις να σου χαϊδεύει απαλά την ψυχή. Αγέρωχη στην όψη, με περήφανη καρδιά και μια αρχόντισσα ψυχή, 95 χρονών σήμερα, ζει μόνη της. Φροντίζει με μεράκι το σπίτι της, που είναι στολισμένο από τα κάτασπρα πλεκτά της και τα πανέμορφα κεντητά, όλα χειροποίητα έργα τέχνης.
Περνά τις ώρες της φροντίζοντας τον όμορφο κήπο της, με τα μεγάλα δέντρα της που είναι γεμάτα από νόστιμα φρούτα και την περιποιημένη βεράντα της με την γέρικη γεμάτη σταφύλια κληματαριά. Της αρέσει να κάθεται στη παλιά ξύλινη πολυθρόνα της στο πλατύσκαλο του σπιτιού και ν'αγναντεύει το καταπράσινο από ελιές, πεύκα κι ανάμεσά τους σειρές από μικρά και ψηλά κυπαρίσσια, πανέμορφο απέναντι βουνό. Αφήνει ελεύθερο το νου και την καρδιά της ν'αναπολεί τα περασμένα, να στοχάζεται και να γράφει για όλα.. όπως λένε τ'ανήψια της.
Δίπλα της, καμαρώνει, ένα παλιό όμορφο ξύλινο ραδιόφωνο, "είναι η πιό πιστή μου παρέα" λέει "ένα μαγικό παράθυρο που μου φέρνει εικόνες από τον έξω κόσμο." Ακούει τραγούδια, συζητήσεις και ειδήσεις. Είναι ενημερωμένη για όλα τα θέματα, έχει άποψη και σοφή κριτική, έτοιμη πάντα να τη μοιραστεί με τον επισκέπτη της, να ρωτήσει την γνώμη του και ν'αρχίσει μαζί του ένα υπέροχο ανθρώπινο διάλογο.
Όλα γίνονται ερέθισμα για ένα νέο ποίημα.. "Θέλει πολλή δουλειά να ταιριάξεις τις λέξεις" μας λέει, "καθεμιά αποζητάει την δική της παρέα κι έτσι αρχίζουν το τραγούδι και στήνουνε μέσα μου χορό." Νοιώθεις να την συνεπαίρνει το καθετί.. μοιάζει να είναι βαθειά ερωτευμένη με την ζωή. Εκτιμά με το δικό της τρόπο και σέβεται τα πάντα γύρω της.
Καθετί έχει την δική του αξία κι ομορφιά, για όλα έχει να πεί κάτι. "Βλέπεις αυτά τα χελιδόνια? ετοιμάζονται για το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής! Δοκιμάζουν τις αντοχές τους. Ποιός ξέρει τι θα συναντήσουν στο δρόμο τους. Πρέπει να είναι έτοιμα για όλα. Σαν τον άνθρωπο κι αυτά, έρχονται, κάνουν τη φωλιά τους, μεγαλώνουν τα παιδιά τους, τα μαθαίνουν να πετάνε ψηλά και χαμηλά και τα ετοιμάζουν με σύνεση.. για ν'αντέχουν σ'όποια δυσκολία συναντήσουν στο δρόμο τους κι έπειτα φεύγουν, γι'άλλες πατρίδες. Διαβατάρικα πουλιά είμαστε και μεις σ'αυτό τον κόσμο"
Ήταν όμορφες οι ώρες που περάσαμε μαζί της. Μας είπε ιστορίες για το αγαπημένο της χωριό και για τις άγνωστες ομορφιές του νησιού της. Μας μίλησε για την ομορφιά της ζωής και τις χαρές της, αλλά και για τις στεναχώριες, τους καημούς και τα βάσανα του αγρότη και για την μεγάλη αντοχή του ανθρώπου.
"Βαραίνω χρόνο με το χρόνο, λέει, το κορμί δεν αντέχει το βάρος των χρόνων, να μου ευχηθείτε απ'την καρδιά σας, να φύγω όρθια με το μυαλό στη θέση του. Αυτό θέλω μόνο.." Όλα έχουν πάρει απλά τη θέση που τους ανήκει μέσα της. "Δεν φοβήθηκα ποτέ τη ζωή κι ο θάνατος κάποτε έρχεται σαν λυτρωτής."
Σ'ενα από τα ποιήματά της, "Το Παράπονο" γράφει:
Πως ν'αρχίσω βρε παιδιά και πως να τελειώσω
μ'αυτό μου το παράπονο και τον καημό μου τόσο;
Και από πόσο μακριά, χρόνια να φέρω πίσω
τα παιδικά τα χρόνια μου να σας εξιστορίσω
και πως να σας διηγηθώ, αυτό το μεγαλείο,
αφού εγώ δεν έκατσα, μια μέρα στο σχολείο;
*****
Είχα πολλά ατυχήματα τόνα κοντά στο άλλο
πότε ξεσπούσε το μικρό και πότε το μεγάλο.
Έρχονταν όλα τους μαζί, πιασμένα χέρι χέρι
και που θε να με βγάλουνε, ένας Θεός το ξέρει.
Πέσανε όλα πάνω μου, για να με ταπεινώσουν
κι ένα μαχαίρι στη καρδιά, βαθιά να μου ριζώσουν.
*****
Ήταν πολλές οι μαχαιριές, φαρμακερά τα βέλη
όπου με ταπεινώσανε, με έκαναν κουρέλι.
Ναι, Σχολείο δεν επάτησα, ούτε για μια ημέρα
γιατί είχα αδέλφια πιό μικρά κι αγρότισσα μητέρα
Πρωί οι γονείς μου φεύγανε κι ας είχε και βροχή
να πάνε να δουλέψουνε μακριά στην εξοχή.
*****
Νύχτα πρωί εφεύγανε, νύχτα εξαναμπαίναν
και δεν μπορούσαν τα μικρά να τα πηγαινοφέρνουν.
Κι έμενα εγώ μ'αυτά να τα χαμοπροσέχω
κι όσο μπορούσα πιό πολύ την έγνοια τους να έχω.
Τι έγνοια νάχα κι εγώ, μου ήμουνα μια στάλα,
μα τα'πλενα, τα χτένιζα, τους έδινα το γάλα.
*****
Τ'αγάπαγα, τα φρόντιζα, τους έλεγα τραγούδια
και εστόλιζα την κούνια τους, με χίλια δυό λουλούδια.
Τραγούδια τους ψιθύριζα γλυκά να κοιμηθούνε
ώσπου να έλθουν οι γονείς να τα περιποιηθούνε.
Αυτά ήταν για μένανε πολύτιμα παιχνίδια
κι ήταν σαν να φόραγα, πανάκριβα στολίδια.
******
Χαλάλι τους οι κόποι μου, ότι κι αν μ'αποδώσαν,
τα βλέπω και τα χαίρομαι τώρα που μεγαλώσαν.
Ναι, Σχολείο δεν επάτησα σαν όλα τα παιδάκια
εκεί να μάθω γράμματα, χορό και τραγουδάκια.
Δάσκαλο δεν εγνώρισα, μα ούτε και δασκάλα,
ωσάν τα συνομήλικα, σαν τα παιδιά τα άλλα.
*****
Κι αφού δεν εδιδάχθηκα καλά κι ορθά να γράφω
μ'αυτόνε το βαρύ καημό θα πάω εις τον τάφο.
Γράφω αυτά που έμαθα μόνη μου λίγα-λίγα,
αφού Σχολειό δεν πάτησα, αφού Σχολειό δεν πήγα.
Και σας θερμοπαρακαλώ απ'της καρδιάς τα βάθη
να μου τα συγχωρήσετε τ'αμέτρητά μου λάθη.
Ιωάννα Β. Μεταξά